Το ξέρω το βλέμμα σου. Αυτό το επιτιμητικό βλέμμα, κράμα Αντιγόνης –ίιιιιουυυ- Λυμπεράκη, όταν μιλάει για τις ψήφους των φτωχών, και Κώστα Πρέκα όταν μιλάει σκέτο. Το ξέρω γιατί το έχω αντιμετωπίσει εκείνες (ναι, πληθυντικός) τις φορές που άνοιξα το ταπεράκι μου και εμφανίζεται από μέσα μια λαχταριστή –ναι λαχταριστή!- μερίδα φακόρυζου.
Γιατί έτσι είναι, μερικά φαγητά είναι γεννημένα να γεννούν τα πάθη. Και είναι τόσο ατρόμητα ώστε να μην κωλώνουν να βγαίνουν μπροστά ακόμα και μια μέρα όπως η σημερινή, που σε κάθε μπαλκόνι ψήνεται λουκάνικο, σε κάθε στενό παϊδάκια, σε κάθε πλατεία προβατίνα.
Δεν είμαι βίγκαν, συμφωνώ ότι απόψε θα πρέπει να ρωτάνε έξω από ταβέρνες και σπίτια «Τι γράφει η ταυτότητα σου; Βίγκαν; Δεν μπαίνεις! ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ!» και ειδικά για αυτούς τους εκνευριστικούς που θα βρουν να πουν μια βιγκανίστικη εξυπνάδα για να την σπάσουν επίτηδες σήμερα στους άλλους, τους πρέπει κούρεμα με την ψιλή, ταμπελάκι που να γράφει «είμαι βίγκαν, τρώω κινόα» και δημόσια διαπόμπευση με γύρο να εκτοξεύεται προς το μέρος του.
Αλλά, αλλά, αλλά. Ενώ σε καταλαβαίνω, κρεατοφάγε, πρέπει να σου πω ότι η δική μου σχέση με το κρέας είναι σαν αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση: εντάξει, κάνουμε παρέα, αλλά δεν μας λες και κολλητούς. Ενώ δηλαδή εσύ είσαι αυτός που θα πει «Μμμμ… έχει αρπάξει λίγο η παντσετούλα κάτσε να τη γυρίσω», εγώ θα πω «Μμμμ.. το πίνει το λάδι της η φάβα». Εσύ θα κάτσεις στην ταβέρνα και στην παραγγελία για τα πρώτα θα πεις «ναι, αλλά να μην ξεχάσουμε και τα παστουρμαδοπιτάκια», και εγώ θα πω «ναι, αλλά να μην ξεχάσουμε τον ντάκο».
Είμαι αυτός, που όταν ο συνάδελφος στο γραφείο θα παραγγείλει με κατεβασμένα μούτρα πλιγούρι με ψητά λαχανικά, επειδή τις προηγούμενες μέρες είχε αφανίσει μισό κοπάδι γουρούνια, θα του πω (όχι για να το εμψυχώσω) «έλα ρε, γαμώ είναι».
Η σχέση μου με τα φακόρυζο ξεκίνησε όπως κάθε μεγάλη και παθιασμένη σχέση: με αμοιβαία αντιπάθεια. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και είχα υπηρεσία. Ήταν μεγάλη Παρασκευή και ήταν η μέρα που περίμενε –νηστεία μέχρις εσχάτων, να βλέπεις ελιά και να την περνάς για χοιρινό. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν, με κοίταζε με ανωτερότητα και αλαζονεία «να δω που θα βρεις κάτι καλύτερο από εμένα». Ανταπέδωσα με αηδία. Γύρισε την πλάτη, έκανα το ίδιο και αφέθηκα στην αντίζηλο: γαλοπούλα, ντομάτα και σως τοποθετημένα αναπαυτικά ανάμεσα σε ένα κρουασάν και κλεισμένα σε μια αεροστεγή συσκευασία που έγραφε «Στεργίου».
Έχασε τη μάχη, κέρδισε όμως τον πόλεμο.