Μεγάλη υπόθεση οι ταινίες. Ο καθένας έχει συνηθίσει να τις βλέπει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Στο σαλόνι. Στο κρεβάτι. Από την τηλεόραση. Από το κινητό. Πίνοντας και τρώγοντας. Το τελευταίο κρατήστε το. Γιατί το φαγητό μαζί με την ταινία, είναι από τα πράγματα που διαφέρουν αρκετά στο σινεμά σε σχέση με το σπίτι. Και δεν έχει να κάνει με το αν θα παραγγείλεις σουβλάκια ή πίτσες.
Σέβομαι ότι ο άλλος θέλει να μασουλήσει κάτι μέσα στο σινεμά. Γιατί καταλαβαίνω πως είναι κάτι που κάνει ο κόσμος περισσότερο από θέμα συνήθειας παρά επειδή πεινάει. Ένα ποπ-κορν. Ένα πατατάκι. Καμιά σοκολάτα ή έστω ένα αναψυκτικό. Και υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο να συνοδεύεις την ταινία σου με κάτι, από το να οργανώσεις ολόκληρο γεύμα στο κάθισμα σου. Κάτι που κάνει κατά κόρον ο αρχισυντάκτης του Ratpack, Χρήστος Κάβουρας, και τόσοι άλλοι ακόμη που μπερδεύουν το σινεμά με την ταβέρνα.
Τους κοιτάζεις στο ταμείο να παίρνουν τα φαγώσιμα και αναρωτιέσαι. «Εδώ ήρθαν να φάνε;». Η λογική τους είναι πράγματι πατροπαράδοτη ελληνική οικογένεια, που έφτασε στην ταβέρνα και θεωρεί υποχρέωση να δοκιμάσει όλο τον κατάλογο. «Πιάσε 3 ποπ κορν. Μεγάλα βέβαια, τι είμαστε τίποτα χθεσινοί; Και 1 νάτσος. Για την μέση μωρέ, να τσιμπάμε. Και πιάσε και δύο κοκακόλες. Και νεράκια. Και αυτές εδώ τις δύο σοκολάτες». Ρε φίλε, πόσο καιρό έχεις να φας; Δηλαδή πήρες την οικογένεια, τα παιδιά, το κορίτσι ή τον κολλητό και ήρθατε στο σινεμά να σβήσετε την πείνα σας; Αν είναι πηγαίντε να φάτε νωρίτερα. Ή πηγαίνετε να φάτε μετά. Τι συμβαίνει;
Γιατί δεν είναι το πρόβλημα το φαγητό αυτό καθαυτό. Είναι ότι δεν μπορεί ρε παιδιά να μασουλάς αδιάκοπα για ένα δίωρο. Να έχεις φέρει μαζί σου ότι φαγώσιμο υπάρχει στο σινεμά και να σκέφτεσαι ότι έκανες μαλακία που δεν πήρες και το ταπεράκι με τον μουσακά από την μάνα σου. Δεν μπορεία να συγκεντρωθείς στην ταινία. Κάποια στιγμή είχε καθίσει δίπλα μου ένας τύπος που έφαγε μόνος του ένα ποπ κορν και δύο νάτσος με τυρί. Και ένα σακουλάκι φυστίκια. Εντάξει, να ζήσει ο άνθρωπος, πάντα όρεξη να έχει, αλλά με τρέλανε. Νόμιζα πως είχα υιοθετήσει τον Όλιβερ Τουίστ και δεν είχε φάει από την ημέρα που γεννήθηκε. Δεν σταματούσε ο χριστιανός. Και χασκογέλαγε κιόλας επειδή βλέπαμε ταινία και πεταγόντουσαν τα ποπ κορν πότε από το κουτί και πότε από το στόμα στα γόνατα μου. Είχε κάνει μία μικρή συλλογή. Ένας άλλος μερικές θέσεις παραδίπλα, καταβρόχθιζε κάτι ζελεδάκια με την ίδια μανία που καταβροχθίζουμε αρνίσιο παϊδάκι. Κοπανούσε και τα χείλη με μανία και δεν καταλάβαινες αν κάποιος τρώει ή πρόκειται για τέρας του Λάβκραφτ που σέρνεται στο έδαφος. Το ίδιο και με τα αναψυκτικά. Ξέρετε, αυτό το σπαστικό που συνεχίζουν και ρουφάνε ενώ έχει τελειώσει και ακούγεται ο ήχος σαν γιαγιά στα επείγοντα που παθαίνει αναρρόφηση. Σε κάποια φάση ένιωθα πως το σινεμά, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τεράστιο τσιμπούσι που ο κόσμος έτρωγε για να φάει. Όπως γίνεται και στα γλέντια και στα οικογενειακά τραπέζια στο χωριό.
Όταν τελείωσε η ταινία, έβλεπες και τον απόηχο από το τσιμπούσι. Αρκούσε να περπατήσεις προς την έξοδο και να κοιτάξεις ανάμεσα στους διαδρόμους των θέσεων. Χαρτόκουτα από τα ποπ-κορν στο πάτωμα. Μαζί με τα ποπ κορν. Πατατάκια. Νάτσος. Τα χάρτινα ποτήρια των αναψυκτικών. Σκουπιδαριό γιατί αυτοί είμαστε. Γιατί δεν φτάνει η λαιμαργία και ο ήχος, πρέπει να δέσει το γλυκό με έναν υπέροχο γλυκό σκουπιδότοπο που μετατρέπει το σινεμά σε χωματερή και σε βάζει σε σκέψεις για το τι θα είχε συμβεί αν επιτρεπόντουσαν οι γουρουνοπούλες και τα αρνιά μέσα στην αίθουσα. Θα το είχαμε κόψει το έργο και θα χορεύαμε τσάμικα μέχρι να πέσουμε κάτω. Γιατί αυτοί είμαστε.
Φάτε σπίτι μωρέ. Φάτε έξω. Όπου θέλετε. Το δόλιο το σινεμά αφήστε ήσυχο.