Καταρχάς ας ξεκινήσουμε από τα ευχάριστα νέα: ο σχεδιαστής του Pacman, Toru Iwatani, (γεν. 1955), αυτός ο θρύλος των video games, χαίρει άκρας υγείας και συνεχίζει να απολαμβάνει την επιτυχία που έχτισε μέσα από αρκετές δεκαετίες καριέρας. Ο άνθρωπος που μας άφησε χρόνους λέγεται Masaya Nakamura και είναι ο ιδρυτής της εταιρείας Namco. Ήταν εκείνος που το «μάτι του έκοψε» και επένδυσε στο κίτρινο ανθρωπάκι. Ο «παππούς» δηλαδή του Pacman έφυγε σήμερα, πλήρης ημερών, στα 91 του χρόνια.
Ο παππούς με το εγγόνι του.
Για όσους από εμάς προλάβαμε (λίγο) το Pacman, το συγκεκριμένο «μπλιμπλίκι» θα παραμένει μυθικό, όπως ακριβώς μυθικός (και δικαίως) παραμένει ο Ντιέγκο Μαραντόνα στο μυαλό μας. Τις ζήσαμε και τις δύο «μαγείες» για λίγο μόνο, αλλά το λίγο αυτό ήταν υπέραρκετο.
Το γνωστό και ως πιο επιτυχημένο video game όλων των εποχών υπήρξε τεράστιο κόλλημα για όλη την πιτσιρικαρία της γης κατά τη δεκαετία του 1980 (και λιγότερο του 1990). Στα «ουφάδικα» έλιωσαν δάχτυλα, σπαταλήθηκαν εκατοντάδες «πενηντάρικα», βιώθηκαν χιλιάδες κοπάνες, τσαμπουκάδες με μαγαζάτορες ξεκίνησαν εξαιτίας του γνωστού κόλπου με το σύρμα. Τα σφαιριστήρια της εποχής υπήρξαν η πρώτη επαφή με τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο των videogames. Και το Pacman o αναμφισβήτητός βασιλιάς τους.
Έτσι, λοιπόν, η είδηση για τον θάνατο του «παππού» αφήνει μία γλυκόπικρη αίσθηση. Αρχικά η ηλικία του είναι τέτοια που τον φαντάζομαι να κοιμάται γαλήνιος για πάντα και να μην ξυπνάει –τίποτα δραματικό δηλαδή, άλλωστε 91 χρόνια είναι ευτυχής διάρκεια ζωής. Όμως αυτό που πραγματικά μου γεννάει μια περίεργη νοσταλγία είναι το γεγονός πως τέτοιες ειδήσεις είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως μεγαλώνω.
Και δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω πως δεν είμαι πια ο πιτσιρικάς που από τα έξι του χρόνια «έλιωνε» δίχως αύριο στα «ουφάδικα». Που με δυσκολία έφτανε να παίξει αλλά δεν κώλωνε· σχεδόν ανεβασμένος στις μύτες των ποδιών του έδινες τις μάχες του. Χάλαγε το ένα «πενηντάρικο» μετά το άλλο για Bubble Bubble, για Double Dragon, για ποδοσφαιράκια και ένα κάρο άλλα παιχνίδια για τα οποία διψούσε η πεινασμένη παιδική ψυχή του.
Μέχρι να έρθει ο πατέρας μου απηυδισμένος να με γυρίσει σπίτι. Σχεδόν να με τραβήξει για να ξεκολλήσω από τα καταραμένα τα μηχανάκια. Να τον παρακαλέσω σχεδόν κλαίγοντας με τη φράση «λίγο ακόμα». Να ξεφυσήξει, να παίξει λίγο φλιπεράκι (που ήταν της εποχής του) και να με περιμένει. Και εγώ καταιδρωμένος, πωρωμένος και ζαλισμένος να πάω να παίξω ένα τελευταίο παιχνίδι. Που συνήθως ήταν το Pacman -μιας όλα τα άλλα συνήθως ήταν πιασμένα από τους μεγαλύτερους, την ώρα που κατάφερνε πια ο πατέρας μου να με μαζέψει.