Η Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019 «πήρε» μαζί της πολύ κόσμο, από Ελλάδα και εξωτερικό… Ο Κωνσταντίνος Στεργίου, ήταν για τους περισσότερους άντρες με κάποιον τρόπο «συνδεδεμένος» με τη στρατιωτική τους θητεία – δεν υπάρχει ΚΨΜ που σέβεται τον εαυτό του και το θεσμικό του ρόλο, που δεν είχε προϊόντα Στεργίου και δεν υπήρξε φαντάρος που δεν έκανε σκοπιά, θαλαμοφυλίκι ή δεν άραξε στο κρεβάτι, τρώγοντας ένα κρουασάν ή ένα κατιτίς «Στεργίου» για να πάρει κουράγιο.
Ο Βασίλης Λάσκαρης, ήταν ο παραγωγός του «Στην Υγειά μας ρε Παιδιά» τα τελευταία 14 χρόνια. Και μια που μιλάμε για μια από τις μακροβιότερες και πιο επιτυχημένες εκπομπές στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, καταλαβαίνει κανείς ότι αφήνει ένα μεγάλο κενό στα Σαββατόβραδά μας – για πολύ κόσμο που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα, την παρέα ή τη διάθεση να βγει έξω, η εκπομπή αυτή ήταν και παρέα και ψυχαγωγία και διασκέδαση, για κάποιους ίσως και η μοναδική μέσα στην εβδομάδα. Τη Δευτέρα έφυγε από τη ζωή ο Κιθ Φλιντ των «Prodigy» και ο Λουκ Πέρι, ο «Ντίλαν» του Μπέβερλι Χιλς. Δυο άνθρωποι νέοι, σε κοντινή ηλικία, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά και με πολλά κοινά: με τον τρόπο τους «καθόρισαν» μια ολόκληρη γενιά (μπορεί και περισσότερες), ήταν τρομερά επιδραστικοί ο καθένας στο είδος και την τέχνη του, είχαν το προσωπικό τους στιλ το οποίο αρκετοί αγκάλιασαν και μιμήθηκαν, αγαπήθηκαν για τους σωστούς ή τους λάθος λόγους και άφησαν πίσω τους τη δική τους κληρονομιά. Μικρή ή μεγαλύτερη, αυτό το κρίνει ο καθένας. Κληρονομιά που θα μείνει ζωντανή για χρόνια ή θα ξεφτίσει, αυτό θα φανεί. Αλλά «αδιάφοροι» ή «περαστικοί» από τη μουσική και την τηλεόραση σίγουρα δεν ήταν.
Διάβασα στα social media διάφορα πράγματα για τον έναν και τον άλλον και διάβασα και αυτούς που αναρωτιούνται πώς γίνεται κάποιος να «πενθεί» για την απώλεια δυο ανθρώπων τόσο διαφορετικών, πώς γίνεται κάποιος και να άκουγε «Prodigy» και να έβλεπε «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Η δική μου άποψη είναι ότι γίνεται και παραγίνεται: στην περπατησιά της ζωής μας, βαδίζουμε σε ένα σωρό διαφορετικά μονοπάτια στιλ, μουσικής, μόδας, ερεθισμάτων και «ινδαλμάτων», ανθρώπων που θαυμάζουμε ή γουστάρουμε. Μπορεί όταν ήμασταν μικροί να ακούγαμε χέβι – μέταλ και μεγαλώνοντας να πηγαίναμε κάθε τρεις και λίγο στα μπουζούκια. Να μας άρεσαν κάποτε οι νταρντάνες μελαχρινές και αργότερα οι αδύνατες ξανθές, να ήμασταν φανς του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και κάποια στιγμή να κολλήσαμε με τις «αμερικανιές» και τα μπλοκμπάστερς. Δεν είναι λοιπόν απίθανο, οι ίδιοι άνθρωποι στην εφηβεία τους να κόλλαγαν μπροστά στην οθόνη για να δουν τον Μπράντον, τη Μπρέντα, το Ντίλαν και την Κέλι στο «Μπέβερλι Χιλς», αλλά κάποια στιγμή να τους «γύρισε το κεφάλι» και να έβαζαν να παίζει ξανά και ξανά στο cd το «Firestarter» ή το «Smack my bitch up» των «Prodigy» - εμένα τουλάχιστον μου έχει συμβεί, όπως μου έχουν συμβεί στη ζωή ένα σωρό – φαινομενικά – ετερόκλητα και άσχετα μεταξύ τους πράγματα, αλλά με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος.
Νομίζω τελικά ότι αυτό που συγκινεί περισσότερο ένα σωρό ανθρώπους όταν «χάνεται» ένας «Ντίλαν» ή ένας «Prodigy», είναι ότι χάνεται μαζί τους ένα κομμάτι από τα νιάτα μας. Από την εφηβεία μας. Από τα χρόνια της αθωότητας. Από τότε που είχαμε όλη τη ζωή μπροστά μας, είχαμε όνειρα, είχαμε μαλλιά, ανεμελιά, άγνοια κινδύνου. Ίσως γι’ αυτό να συγκίνησε λίγο παραπάνω ο χαμός του Λουκ Πέρι: διότι ήταν αυτή η φύση της δουλειάς του, ο χαρακτήρας που υποδύθηκε, το στιλ του, το «φιζίκ» του, που ταυτίστηκε περισσότερο ο μέσος έφηβος της εποχής σε σχέση με τον «αγριεμένο» και «τρομακτικό» Κιθ Φλιντ – ακόμα και ο τρόπος που έφυγαν από τη ζωή, έχει το δικό του συμβολισμό: ο Λουκ Πέρυ πέθανε από βαρύ εγκεφαλικό, ο Κιθ Φλιντ έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Αλλά ο παρανομαστής, παραμένει λίγο – πολύ κοινός: ο «Ντίλαν» κρέμασε για πάντα το δερμάτινο με το λευκό t-shirt, ο Φλιντ άφησε στην άκρη τα βαφτικά του και τα παρδαλά του μαλλιά κι εμείς γιατρέ μου, δεν νιώθουμε και πολύ καλά…