Μέχρι να ενηλικιωθούμε μια μέρα σαν τη σημερινή καταριόμασταν το γεγονός που από τη χαλαρότητα και την καλοκαιρινή νιρβάνα, έπρεπε να μετατραπούμε άμεσα σε στρατιωτάκια του πρωινού μαθήματος, με την τσίμπλα στο μάτι να βρεθούμε σε χρόνο dt από το κρεβάτι έξω από το προαύλιο του σχολείου, να κάνουμε την πρωινή προσευχή και ύστερα να ακούμε προσεκτικά έναν ψηλό κύριο ή κυρία αντίστοιχα να μονολογεί πληροφορίες για κάποιο μάθημα την ώρα που εμείς έπρεπε να είμαστε καρφωμένοι σε μια καρέκλα. Με λίγα λόγια αυτή ήταν η αίσθηση της άτσαλης επιστροφής στο σχολείο.
Μπορεί κανείς να ξεχάσει αυτήν την αίσθηση;
Πάνω όμως στις κατάρες και όλα τα συμφραζόμενα έβλεπες τους γονείς σου που τότε δεν καταλάβαινες πόσο χαίρονταν που θα σε ξεφορτώνονταν τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι, να βρίσκουν διάφορους τρόπους παρηγοριάς για το δράμα που ζούσες. Ο καθένας είχε τον δικό του τρόπο, όλα και όλοι όμως κατέληγαν στο ίδιο ρητό:
«Μακάρι να πήγαινα και εγώ σχολείο» σου έλεγαν και η πρώτη σου αντίδραση ήταν κάτι παρόμοιο με το ύφος του σκύλου όταν τον φωνάζεις να φάει κάτι που δεν του αρέσει. Σαν να καταλαβαίναμε ότι μας δουλεύανε μέσα στο πρόσωπό μας, ωστόσο δίναμε κάποιο περιθώριο λάθους καθώς δεν ξέραμε τότε πώς θα τα έφερνε η ζωή μας. Κατά πόσο θα προτιμούσαμε να πηγαίναμε σχολείο ή απλά να έχουμε τη ζωή στα χέρια μας και να έχουμε έγνοιες που δεν είχαμε όσο ωριμάζαμε μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές μας.
Μετά από τουλάχιστον δέκα χρόνια μακριά από τα θρανία, οι συντάκτες του Ratpack, Βασίλης Κουρουμιχάκης, Στέλιος Παπαγρηγορίου και Χρήστος Κάβουρας αξιολογούν το αγαπημένο ρητό παρηγοριάς κάθε Έλληνα γονιού προς το παιδί-μαθητή και απαντάνε στο ερώτημα της ημέρας:
Τελικά μας λείπει πραγματικά το σχολείο;
O Βασίλης Κουρουμιχάκης δεν νιώθει καμία νοσταλγία για το σχολείο
Κάθε μέρα τέτοια μέρα γεμίζει το timeline μας από νοσταλγικές αναμνήσεις από τα ξέγνοιαστα σχολικά χρόνια και τι ωραία που ήταν τότε. Δεν ξέρω για ποιον λόγο νοσταλγούν κάποιοι αυτή την τραυματική εμπειρία της ζωής τους, η οποία ήταν πολλαπλά τραυματική για εμένα που άλλαξα τρία διαφορετικά δημοτικά σχολεία και δύο γυμνάσια, αλλά είναι σίγουρα κάτι που πρέπει να το λύσουν με τον εαυτό τους. Δεν είναι φυσιολογικό να νοσταλγείς εκείνη την ημέρα που σηματοδοτούσε το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών και βρισκόσουν μαντρωμένος στο προαύλιο έτοιμος να ζαλωθείς 15 κιλά βιβλία.
Οκ, καταλαβαίνω πως για τα ψυχαναγκαστικά σπασικλάκια ήταν μια καταπληκτική αφορμή για να πάρουν 3 μέτρα διάφανο αυτοκόλλητο και να ντύσουν με αυτό όλα τους τα βιβλία σε μια αποθέωση της άχρηστης χειροτεχνίας, αλλά για οποιοδήποτε άλλο παιδάκι ήταν μια βαθύτατα επώδυνη μέρα.
Δεν ξέρω αν το πνεύμα της ημέρας είναι στο γενικότερο πλαίσιο της λατρείας της νοσταλγίας στα social media, αλλά κάπου ώπα. Κάπου ανάμεσα στον παλιμπαιδισμό και την εξιδανίκευση του παρελθόντος (όποιος νοσταλγεί την εποχή που δεν είχε ίντερνετ είναι ελεύθερος να επιστρέψει στη σπηλιά του) εμφυλοχωρεί μια άρνηση της σύγχρονης πραγματικότητας και μια στρεβλής προβολής του παρόντος. Είναι απολύτως φυσιολογικό να μισείς τη δουλειά σου, να είσαι κουρασμένος, να δεινοπαθείς κάθε Δευτέρα κολλημένος στην κίνηση, αλλά πραγματικά είναι στιγμή να ενηλικιωθείς και να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα της καθημερινότητάς σου με ενήλικο τρόπο.
Αν αποτιμήσουμε ψύχραιμα τη σχολική μας εμπειρία, οι μοναδικές στιγμές που αξίζουν όντως κάποιας νοσταλγικής διάθεσης είναι αυτές που δεν είχαμε σχολείο. Όταν είχαμε κατάληψη (είτε για το σχήμα της τυρόπιτας, είτε για κάποιο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο), στην πενταήμερη, όταν κάναμε κοπάνα, τον Νοέμβριο που πήγαιναν κάποιοι καθηγητές μας να μαζέψουν ελιές, όταν έκανε απεργία η ΟΛΜΕ κλπ. Αυτές ήταν πραγματικά ξέγνοιαστες στιγμές.
Στέλιος Παπαγρηγορίου: Επιστροφή πίσω στα θρανία; Ευχαριστώ αλλά I’ll pass
Ναι ωραία είναι να νοσταλγείς τα σχολικά χρόνια αλλά όμως πρέπει πρώτα να θυμηθείς κιόλας τι ακριβώς είχες περάσει εκείνο τον καιρό. Η δική μου εμπειρία με το σχολείο δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Αν ξεκινήσω από το δημοτικό το μόνο που θυμάμαι ήταν πως δεν ήθελα να βγω από το αυτοκίνητο του πατέρα μου λες και γνώριζα πως αυτό το βήμα θα ήταν τελικά και η μεγάλη μου καταστροφή, ένα βήμα από την ονειρεμένη παιδική ηλικία στον κόσμο των κανονικών ανθρώπων.
Στο σχολείο όλα ήταν ζοφερά σαν ένα πολύ άσχημο όνειρο. Τα άλλα παιδάκια μύριζαν άσχημα, δεν συμπαθούσαν το ένα το άλλο και τελικά όλοι περιμέναμε απλά να έρθει η ώρα να σχολάσουμε. Στο γυμνάσιο τα πράγματα άλλαξαν αλλά μάλλον προς το χειρότερο.
Κάπου εδώ άρχισαν οι σφαλιάρες και τo σκληροπυρηνικό bullying από τους πιο δυνατούς και πιο ξεβγαλμένους μαθητές οι οποίοι είχαν έρθει από το δημοτικό με αυτοπεποίθηση αρπακτικού, έτοιμοι να ξεσκίσουν τις σάρκες των πιο αδύναμων πλασμάτων. Κάθε πρωί λοιπόν έτρωγα τις φάπες μου με το καλημέρα. Φυσικά αντιδρούσα αλλά την ίδια στιγμή όλο αυτό ήταν αρκετό για να μισήσω το περιβάλλον της σχολικής τάξης. Πραγματικά αναρωτιέμαι σήμερα αν έμαθα ποτέ τίποτα στο σχολείο πέρα από το να επιβιώνω από δύσκολες κι ανεπιθύμητες καταστάσεις τις οποίες τις δημιουργούσαν οι ίδιοι οι συμμαθητές μου αλλά και οι ανήμποροι καθηγητές, τελικά, που είχαν μία εντελώς παθητική στάση απέναντι στους μαθητές.
Αν δεν ήσουν καλός, απλά δεν ήσουν καλός, τέλος, δεν είχες καμία εναλλακτική, ήσουν απλά για γέλια. Στο λύκειο τα πράγματα ξαφνικά σοβάρεψαν κι από Απάτσι Ινδιάνοι ούγκα μπούγκα όλοι μας συμπεριφέρονταν σαν να είμαστε το μέλλον όλου του κόσμου. Αυτό φυσικά μου έπεσε βαρύ κι αποφάσισα απλά να καταλήξω στο άβολο συμπέρασμα πως το Ελληνικό σχολείο ήταν εκ βάσεως γελοίο και άκρως ανοργάνωτο, ανταγωνιστικό σε βαθμό αηδίας και τελικά άνευ πραγματικής ουσίας (αν εξαιρέσεις πως έμαθα να γράφω και να διαβάζω και να αποκρούω άπερκατ από το πουθενά). Οπότε το να γυρίσω σε αυτό το συναισθηματικό και σωματικό μακελειό όχι απλά δεν είναι κάτι που νοσταλγώ αλλά ευχαριστώ τον Θεό που κάποτε έλαβε τέλος.
Το σχολείο και το γραφείο έχουν μονάχα μια διαφορά για το Χρήστο Κάβουρα
Το είχα καταλάβει ότι απλώς οι γονείς μου ήθελαν λίγες ώρες ηρεμίας στο σπίτι -ήμασταν και τρία αγόρια, οπότε λογικό- αλλά είχα πάντα μια αγωνία ότι κάποια στιγμή θα γίνει αυτή η αλλαγή μέσα μου που θα με οδηγήσει στην κατάσταση να λησμονώ τις ημέρες του σχολείου, τη δεύτερη μεγάλη αλλοπιστία στη ζωή μου μετά την αγορίστικη υπόσχεση όταν ήμουν 5 χρονών με την αγοροπαρέα «εμείς δεν θα παντρευτούμε ποτέ».
Μετά λοιπόν από τόσα χρόνια μπορώ να πω ότι αν μου λείπει κάτι από το σχολείο, αυτό είναι ξεκάθαρα το ότι απείχε μόλις 5 λεπτά από το σπίτι μου με τα πόδια. Εγερτήριο στις 7:50, σήκωμα στις 7:55, πλύσιμο δοντιών και προσώπου μέχρι τις 8:00, 8:05 Vans-άκι καρό παπούτσι αλλά παντόφλα, βερμούδα ή jean παντελόνι και φούτερ GAP, 8:07 στο πόδι, 8:15 άφιξη. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε μετρό, ούτε άγχος για να χτυπήσεις την κάρτα το πρωί στη δουλειά σου. Τίποτα. Κανένα άγχος απολύτως. Και αν ήταν και μέρα που είχε προσευχή μπορούσες να φτάσεις και 8:20. Πάντα μια αγγαρεία ήταν το σχολείο, εκτός και αν είχες κάποιον δάσκαλο ή καθηγητή με έξυπνες ατάκες που να σε έκανε να θες να τον παρακολουθήσεις. Για αυτούς τους τύπους ναι, θα ήθελα το σχολείο. Αλλά ήταν και θα είναι πάντα ελάχιστοι.
Οπότε το συμπέρασμα είναι ένα: Ή η μαμά και ο μπαμπάς ήταν πολύ σπασίκλες για να τους λείπει το σχολείο, ή απλά ήθελαν να μας ξεφορτωθούν τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι. Το δεύτερο το σέβομαι παραπάνω. Έχω φτάσει σχεδόν 31 ετών και μέχρι σήμερα έχω καταλάβει πως μόνο στον Harry Potter έχει λείψει πραγματικά το σχολείο.