«Καλύτερα που έφυγε. Ήταν απλά ένας άβολος δίσκος». Αυτή την ατάκα την είχα ακούσει κάπου στα 20 μου χρόνια από έναν πωλητή των Metropolis. Ήταν η εποχή που το CD ήταν μεν στις δόξες του, αλλά είχε φτάσει να πωλείται 18 και 19 ευρώ. Η πειρατεία είχε ήδη ξεκινήσει με τα αντιγραμμένα CDs να κυκλοφορούν στους δρόμους έναντι 5ευρου και την ίδια στιγμή, ένας πιτσιρικάς στην Αμερική μέσα από ένα δίκτυο διαμοίρασης αρχείων, μάθαινε στον κόσμο τον ψηφιοποιημένο ήχο: το mp3. Όλα άλλαζαν.
Η κατρακύλα
Θυμάμαι ότι ειδικά τα τέσσερα πρώτα χρόνια, με τη άφιξη προγραμμάτων όπως το Napster, το KaZaa και το Limewire, ο περισσότερος κόσμος φρόντισε να ξεφορτωθεί τα CD και τα βινύλια. Είχα πολλούς φίλους που ξεσήκωσαν τις συλλογές τους και τις πήγαν στο Ζαχαρία στο Μοναστηράκι, στο Μusic Haus και σε άλλα γνωστά της Αθήνας. Το αρχείο είχε κερδίσει. Κάποιες γλώσσες της εποχής προσπάθησαν να κρίνουν την μετριότητα του ήχου του, αλλά κάθε χρονιά που περνούσε, τα mp3s γινόντουσαν όλο και καλύτερα. Φτάσαμε στο σημείο που γεμίζαμε τους δίσκους και τα flash disks με εκατοντάδες mp3s, με μουσική που δεν τελείωνε ποτέ και με φακέλους που ούτε καν θυμόμασταν πως είχαμε δημιουργήσει. Οτιδήποτε έπιανε χώρο στο ράφι ή στην ντουλάπα, αποτελούσε παρελθόν για την μουσική. Οι λίγοι πιστοί που κράτησαν την συλλογή τους, ήταν επειδή την αγαπούσαν πολύ για να αποχωριστούν. Ήταν εκεί που όλοι πιστέψαμε πως είχε έρθει το τέλος για τους δίσκους και τα βινύλια.
Η στρατηγική της επιστροφής
Η αλήθεια είναι πως η αρχή για το comeback, είχε ξεκινήσει από το 2007-2008. Οι λιγοστές εταιρείες που είχαν μείνει στην δισκογραφία, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και στην Αμερική, ξεκίνησαν να επανακυκλοφορούν γνωστές συλλογές σε βινύλια. Ακόμη και αν αυτό δεν γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση, η επόμενη κίνηση ήταν ακόμα πιο σοφή. Νέες μπάντες που ερχόντουσαν με ήχο από τα παλιά, όπως π.χ οι Arctic Monkeys με την τότε garage revival μουσική τους, έπεισαν τις δισκογραφικές πως για να σου αρέσει ένα oldie genre, σημαίνει πως σου αρέσει και οτιδήποτε κινείται γύρω από αυτά.
Προς έκπληξη τους, το βινύλιο αγκαλιάστηκε από τους πιο νέους. Βοήθησε σίγουρα η άνοδος της χίπστερ κουλτούρας, από τα ενδυματολογικά trends μέχρι τις αλλαγές στα κουρέματα και στον τρόπο διασκέδασης (speakeasys και θεματικά μπαρ), με την μουσική να αποτελεί φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της κουλτούρας. Και το φαινόμενο αυτό, ολοένα και μεγάλωνε.
Τα καλά νέα
Κάπως έτσι, μετά κόπων και βασάνων στις πωλήσεις των δίσκων, φτάσαμε στο 2017. Και αν υπάρχει ένα ωραίο νέο, είναι πως η φετινή χρονιά θα είναι η πιο κερδοφόρα για τα βινύλια από το 1991. Οι εταιρείες αναμένουν πως μέχρι το τέλος της χρονιάς θα έχουν πωληθεί τουλάχιστον 40 εκατομμύρια από αυτά, προσφέροντας κέρδη του 1 δις δολάρια στις δισκογραφικές. Αν και σύμφωνα με το Forbes τα βινύλια προσφέρουν μόλις το 6% των συνολικών κερδών, τα νούμερα μόνο απογοητευτικά δεν είναι. Δείχνουν ότι υπάρχει ένα κοινό που σέβεται ακόμα την παράδοση και την ιστορία του βινυλίου, χωρίς να ανησυχεί αν θα αποθηκευτούν στο πατάρι σε 40 χρόνια από τώρα. Το ψηφιοποιημένο αρχείο σίγουρα δεν πρόκειται να πεθάνει, αλλά δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι βρέθηκε χώρος για τους «άβολους δίσκους».
Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για φετίχ
Οι πιο πωρωμένοι θα το παραδεχτούν μονομιάς. «Το γουστάρω, είναι το φετίχ μου». Δεν είναι όμως αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο ο κόσμος επιστρέφει στα βινύλια. Ή τουλάχιστον αυτό θέλω να πιστεύω εγώ. Κυρίως, το βινύλιο θύμισε στον κόσμο την ιδιαιτερότητα που έχει ο κάθε δίσκος ξεχωριστά.
Δεν είναι ένας ακόμη φάκελος με αρχεία πεταμένος κάπου ανάμεσα σε άλλες λίστες. Κάθε δίσκος έχει την δική του ξεχωριστή ακουστική και, πολλές φορές, διηγείται και ολόκληρες ιστορίες. Υπάρχει σύνδεση από το ένα κομμάτι στο άλλο, ακόμα και αν δεν την καταλαβαίνεις άμεσα. Κάτι που έκαναν πάντα οι Pink Floyd, ο David Bowie και οι Depeche Mode και που συνεχίζουν να το κάνουν πολλοί νεότεροι καλλιτέχνες. Το βινύλιο σε βοηθά να ξεχάσεις το skip και να κάτσεις αναπαυτικά να απολαύσεις τον δίσκο, όχι απλά να τον ακούσεις. Σαν εκείνες τις μοναδικές στιγμές που κλείναμε την πόρτα του δωματίου για να ακούσουμε ένα CD από την αρχή ως το τέλος. Θυμάσαι;
Πάνω απ’ όλα, πάνω και από την επιστροφή του βινυλίου, μεγαλύτερη αξία έχει να θυμάσαι όλους τους λόγους που σε φέρνουν πιο κοντά στην μουσική. Που δεν αποτελεί συνοδεία για το μετρό ή το αμάξι, αλλά μία ξεχωριστή στιγμή που δεν επιτρέπονται παρεμβολές από την καθημερινότητα σου.
Που σου επιτρέπει να θυμάσαι πόσο την αγαπάς και πόσο ξεχωριστή είναι.