Πήγα με ένα φίλο μία απογευματινή βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, έτσι για να τα πούμε μιας και είχα καιρό να τον δω. Δεν είχαμε κανέναν προορισμό, περπατούσαμε στα σοκάκια της Αθήνας ήρεμοι και με το σύνηθες κουβεντολόι να μας δίνει το ρυθμό των βημάτων μας.
Περάσαμε τον μεγάλο ποταμό αυτοκινήτων της Σταδίου και βρεθήκαμε στην κάπως άδεια Αιόλου με προορισμό προς Ψυρρή.
Είχα καιρό να κάνω έτσι μία χαλαρή βόλτα χωρίς να βιάζομαι και να τρέχω να φτάσω σε κάποιο καθορισμένο μέρος. Μου είχε λείψει εκείνη η παράξενη συγκέντρωση που καταλαμβάνει τον νου όταν είναι ήρεμος και χωρίς καμία έγνοια.
Περάσαμε την Αθηνάς και ακόμη όλα μου φαίνονταν άδεια, λες και είχε έρθει πρόωρα ο Αύγουστος και οι άνθρωποι είχαν δραπετεύσει σε κάποια ακρογιαλιά αφήνοντας τα τσιμέντα της πόλης να βράζουν μόνα τους. Δεν μπορώ να πω πως δεν μου άρεσε όλη εκείνη η γαλήνη, σ’ ένα μέρος που σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας επικρατεί χάος και θόρυβος.
Προμηθευτήκαμε τις κλασικές «περιπτεράτες» μπίρες μας και μπήκαμε στα στενά του Ψυρρή για ένα απογευματινό φλανάρισμα στα στενά.
Καθώς πλησιάζαμε την μικρή πλατεία, καταλάβαμε γιατί όλη η πόλη ήταν άδεια. Συναντήσαμε μπροστά μας ένα τοίχος από ανθρώπους οι οποίοι είχαν όλοι ποτά και μπίρες στα χέρια και μιλούσαν ο ένας με τον άλλο δίπλα από την εκκλησία στου Ψυρρή.
«Ας αράξουμε εδώ» μου λέει ο φίλος μου και καθόμαστε σε ένα πεζούλι.
Φυσικά μετά από λίγο συνειδητοποιήσαμε πως βρισκόμασταν ακριβώς έξω από το φημισμένο θέατρο Εμπρός, το οποίος σχετικά πρόσφατα το έκλεισαν οι αρχές και τσιμέντωσαν τις πόρτες. Το θέατρο Εμπρός ήταν για χρόνια ένα μέρος έκφρασης και πολιτισμού το οποίο διοικούνταν με μη κερδοσκοπικό τρόπο από ανθρώπους που το μόνο τους μέλημα ήταν η τέχνη και η επικοινωνία.
Με την ώρα ο κόσμος άρχιζε να πληθαίνει και βρεθήκαμε να είμαστε περικυκλωμένοι από πολύ κόσμο που μιλούσε χαρούμενος και χαμογελούσε. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο γιορτινή που ξαφνικά νιώσαμε κι εμείς μέρος του όλου σκηνικού. Κάποιος μας πληροφόρησε πως όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί για να γίνει επανακατάληψη του θεάτρου Εμπρός.
Ώρα με την ώρα και μπίρα με τη μπίρα είχαμε βρει τον εαυτό μας και τον απογευματινό μας σκοπό. Κι εκεί που λέγαμε να φύγουμε μιας και οι μπίρες είχαν τελειώσει, ε τότε ήταν που έσκασε κι εκείνη η καταπληκτική μπάντα του δρόμου με τα χάλκινα και τα νταούλια της κι έγινε το έλα να δεις. Το φως της μέρας έπεσε και οι λάμπες του δρόμου άναψαν, κάνοντας το μέρος τόσο όμορφο και νοσταλγικό.
Η μπάντα με τα χάλκινα ήταν τόσο καλή που κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του, άλλοι άρχιζαν σιγά σιγά να χορεύουν και το όλο πράγμα θύμισε έντονα κάποια διονυσιακή γιορτή πίσω από το χρόνο, όταν όλα ήταν πολύ πιο απλά.
Αυτό που μου έμεινε από όλο εκείνο το μέρος και τη μάζωξη τόσων ανθρώπων, νέων αλλά και πιο μεγάλων, ήταν μία αίσθηση σύμπνοιας και αγάπης για την πόλη, τον πολιτισμό αλλά και τις αξίες που πρέπει οι άνθρωποι να κρατάνε καλά στεκούμενες μέσα τους γιατί αλλιώς η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
Μία ζωή χωρίς καμία αξία ή πάθος δεν είναι ζωή είναι κατάντια
Φύγαμε μετά από λίγο με το φίλο μου και γυρίσαμε σπίτι. Το ίδιο βράδυ χαζεύοντας στο ίντερνετ είδα πως έγινε η επανακατάληψη του θεάτρου με πλήθος κόσμου να ζητωκραυγάζει και να ρίχνει με βαριοπούλες τα τσιμεντένια φράγματα. Δεν μπόρεσα να μην συγκινηθώ κοιτώντας εκείνες τις υπέροχες στιγμές με την απόλυτα συμβολική σημασία:
Οι άνθρωποι των πόλεων είναι ακόμη άνθρωποι ελεύθεροι και σκεπτόμενοι κι όχι νεκροί που ζούνε μέσα σε τσιμεντένια κουτάκια που κάποιος έχτισε γι’ αυτούς, οι οποίοι δέχονται ότι τους σερβίρει η κοινωνία της μάζας. Το όλο πράγμα πραγματικά μου θύμισε εικόνες από την κατεδάφιση του τοίχους του Βερολίνου.
Έκλεισα τον υπολογιστή και έπεσα για ύπνο ευτυχισμένος, λίγο πιο περήφανος για το ανθρώπινο είδος.