Τι είσαι; Εργάτης στο αεροδρόμιο, ελεγκτής catering πτήσεων στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, 24 ώρες ανοιχτό, τα ωράρια απάνθρωπα, πρέπει κάποιος να γυρνάει τη μηχανή, πρέπει κάποιος να είναι εκεί απίκο, ότι ώρα και να είναι, και να πατάει το κουμπί, να ανοίγει τις πόρτες, να οδηγάει τα ιπτάμενα θηρία, να τσεκάρει τις βαλίτσες, να σερβίρει τον κόσμο, να κοιτάει τα ονόματα στα εισιτήρια, και φυσικά να τσεκάρει πως όλα τα φαγητά είναι μέσα στα τρόλεϊ και πως όλοι οι επιβάτες της πτήσης θα πάνε εκεί που πάνε χορτάτοι.
Κόλαση με λαμπάκια παντού, Άη Βασίληδες σε κάθε γωνία παραμονεύουν να σε φάνε.
Δες πως η συμμετρία κρύβεται στα αεροδρόμια.
Το θηρίο ποτέ δεν κοιμάται ακόμη κι αν είναι Χριστούγεννα. Το θηρίο θα είναι πάντα ξύπνιο και κάποιος θα είναι στο τιμόνι να το κουμαντάρει.
Ξυπνάς από τις δύο τη νύχτα, μέρα γιορτινή, παραμονή Χριστουγέννων, είσαι βάρδια 4 το πρωί Γερμανικό και σχολάς 12 το μεσημέρι. Καλά σαράντα, ζωή σε λόγου μας.
Ο Χριστούλης γεννιέται αλλά εσύ σταυρώνεσαι. Ρε μπας και είναι Πάσχα; Όχι…Χριστούγεννα…
Το μάτι δεν ανοίγει με τίποτα, πριν δυο ώρες τα έπινες έξω μπας και ξεχαστείς με τη μοίρα σου που σε θέλει χλωμό σαν κερί από την κούραση, δέκα μέρες σερί δουλειάς μέσα στο ψυγείο, δουλεύεις πάντα με μπουφάν και σκούφο στο παγωμένο αλώνι με τα τρόλεϊ, πρέπει να σηκωθείς και δύο ώρες πριν, να μπεις μέσα στο λεωφορείο, ναι εκείνο, το Χ95, από Σύνταγμα, μεγάλη διαδρομή σχεδόν μία ώρα, μέσα στη παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, εσύ τρέχεις με τη τσίμπλα στο μάτι στο αεροδρόμιο.
Όλος ο κόσμος ένα παράθυρο και λαμπάκια.
Μέσα στο λεωφορείο τα πρόσωπα σχεδόν γνώριμα, ο οδηγός ποτέ δεν λέει καλημέρα, τραβάει κι αυτός το Γολγοθά του σιωπηλός, οι εργάτες με τις στολές τους, άλλες φωσφοριζέ αν δουλεύουν στη πίστα, άλλες πιο κυριλέ αν είναι στους γκισέδες, με κάτι μάτια σαν δορυφόροι μπλαβισμένοι, άγρυπνοι όλοι, σαν κι εσένα, τραβάνε για την νυχτερινή τους γαλέρα, στη πλάτη το αόρατο κουπί τους, για ένα κομμάτι ψωμί Χριστουγεννιάτικα τρέχουνε κι αυτοί.
Για ένα κομμάτι γουρουνοπούλας…για να δούμε…
Μετά είναι οι απανταχού τουρίστες, Κινέζοι, Γερμανοί, Ρώσοι, με κάτι βαλίτσες σα φέρετρα αναστημένα, να μην έχουν που να τα βάλουν και έχουν και ροδάκια και να φεύγουν στις στροφές, ο οδηγός τρέχει με 200 τη Μεσογείων, και δώστου οι βαλίτσες στα γόνατα σου να χτυπάνε, ξεμαλλιασμένοι οι τουρίστες να κυνηγάνε τα φέρετρα τους μέσα στο αμάξωμα και να τα σόρυ και να τα δεν πειράζει εσύ, τι να πεις, τι σου φταίνε κι αυτοί διακοπές ήρθανε, από αυτούς ζει η χώρα σου, από αυτούς ζεις κι εσύ.
Φτάνεις στην εταιρία, έξω κρύο που ψοφάνε και οι σκύλοι, σχεδόν τρέχεις να μπεις μέσα, τους βλέπεις όλους πίσω σου και μπροστά σου όλοι τρεχτοί μπας και προλάβουν και δεν παγώνουν από το δριμύ αγιάζι των Σπάτων, λες το όνομα σου στην ασφάλεια της εισόδου και μπαίνεις στο catering.
Όλα στη θέση τους. Ερημιά. Αεροπλάνα έρχονται, αεροπλάνα φεύγουν.
Κατεβαίνεις υπόγειο, και ξαφνικά η θερμοκρασία πέφτει γιατί παντού γύρω σου είναι τα ψυγεία, ανοίγεις το ντουλάπι σου και βάζεις τη στολή της δουλειάς, όλα βαριά, για να αντέξεις τις χαμηλές θερμοκρασίες μέσα.
Κάθε μέρα (ή μάλλον καλύτερα, νύχτα) τη βγάζεις τουλάχιστον ένα τετράωρο μέσα στο δαιμονισμένο ψυγείο, να μετράς φαγητά, να τσεκάρεις τα νούμερα, τα special γεύματα, να κοιτάς τα πιάτα των business class πως όλα είναι οκ και πως κανείς δεν θα κάνει παράπονο ή αναφορά και δεν θα βρεις το μπελά σου.
Αλλά τώρα φίλε μου είναι Χριστούγεννα κι αυτό σημαίνει πως σε κάθε πτήση μπαίνει κι ένα βουνό από άγιους Βασίληδες για τα παιδιά, δωράκια, στολίδια, ένα σωρό χαλαμπαλίκια έξτρα. Χαμός, κι εσύ να μην μπορείς να συγκεντρωθείς από το κρύο, να στάζει το ψυγείο από το ταβάνι πάνω στο τρόλεϊ, να μην βρίσκεις τα νούμερα, όλα είναι λάθος, η ίδια σου η ζωή μοιάζει ένα τεράστιο λάθος.
Θα έμενες μέσα στο αεροδρόμιο;
Τι κάνω εγώ εδώ μέσα; Αυτή είναι η φράση που πλανιέται μέσα σε όλα τα κεφάλια που δουλεύουν στο ψυγείο.
Η πτήση σου φεύγει σε μισή ώρα κι εσύ ακόμη δεν έχεις τσεκάρει τίποτα. Τα φορτηγά θα πάρουν τα φαγητά και θα τα πάνε να τα φορτώσουν στο αεροπλάνο. Κι εσύ εκεί μπάστακας. Και στο αεροπλάνο να μετράς φαγητά με τις αεροσυνοδούς. Άντε να βρεις αυτοκίνητο τώρα, άντε να γράψεις τη γραφειοκρατία στο μικρό γραφειάκι με όλους τους υπόλοιπους τρελούς ελεγκτές.
Συνάδελφοι στο κρύο και στην αγρύπνια.
Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, νύχτα ακόμη, κατεβαίνεις πίστα, ανάμεσα από τα ιπτάμενα τέρατα, νύστα που δεν λέγεται και να πρέπει να έχεις το νου να μην κουτουλήσεις με κανένα αεροπλάνο. Είσαι ήδη στον τρίτο καφέ και τρέχεις. Να προλάβεις. Όλα να πάνε ρολόι. Η νύστα ένας τέρας που σε σκεπάζει. Εσύ γυρνάς τη μηχανή. Εσύ είσαι ένα μικρό γρανάζι που χάρις σε σένα όλα κυλάνε και αυτές τις γιορτές. Δεν νιώθεις όμως ευγνώμων. Δεν νιώθεις τίποτα παρά μόνο μία παγωμάρα, μέσα κι έξω. Να κάνεις τη δουλειά σου και να πας σπίτι σου να ξεκουράσεις το κορμί. Αυτό σκέφτεσαι.
Αποζημιώνεσαι πάνω στο αεροπλάνο, σε κερνάνε τσουρεκάκι οι αεροσυνοδοί, πάντα με χαμόγελο, σε όλες τις δύσκολες ώρες, μετράτε τάκα τάκα τα φαγητά, όλα κομπλέ, θα φάνε όλοι γουρουνόπουλο στον αέρα, τίποτα δε λείπει, λες και μια βλακεία με τον πιλότο και την έκανες, πίσω αυτοκίνητο, χτυπάς κάρτα και ξανά μέσα στο Χ95, πίσω στο λαγούμι σου, ο ήλιος έχει βγει, το μάτι στον αστράγαλο από την αγρύπνια. Και του χρόνου, λες στον εαυτό σου, και του χρόνου κάπου καλύτερα, και του χρόνου όχι εδώ. Και κάπως έτσι ξημερώνεσαι Χριστούγεννα. Άδειος και άδειος. Τι γιορτές μου λες εσύ…
Καλά Χριστούγεννα σε όλους όσους εργάζονται αυτές τι μέρες, κουράγιο και υπομονή. Τι άλλο;