Σιχαινόμουν πάντα τις Τρίτες. Οι Δευτέρες είναι αναπόφευκτες για όλους μας. Οι Τετάρτες σου έδιναν μία παρηγοριά γιατί η εβδομάδα είχε φτάσει ήδη στη μέση. Οι Πέμπτες κρατούσαν εκείνη την μικρή φλόγα της ελπίδας ότι έρχεται η Παρασκευή. Και η Παρασκευή η ίδια ήταν γεμάτη από φωνές, ποτά και πολλή μουσική.
Όμως αυτές οι γαμημένες Τρίτες, ήταν σαν ένα ξένο σώμα μέσα στην εβδομάδα. Ήταν μία μέρα με σκοπό να καθυστερήσει την Παρασκευή. Δεν ήταν τυχαίο που μαζί με τον Τόμας κάναμε τότε τις κοπάνες από το σχολείο. Όμως αυτή η συγκεκριμένη Τρίτη, 7 Ιουνίου του 1977, ήταν η μέρα που θα παίρναμε το αίμα μας πίσω. Που θα την μεταμορφώναμε σε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μαζί.
Δεν ξέρω πως ο Τόμας βρήκε άκρη για να τρυπώσουμε στο boat party των Sex Pistols. Συνήθιζε να πίνει μπίρες με τον ντράμερ τους τον Πολ σε μία παμπ κοντά στο σχολείο, αλλά δεν είχα καταλάβει πως είχαμε κερδίσει το Χρυσό Εισιτήριο του Γουίλι Γουόνκα.
Το μάθημα στο σχολείο ήταν μέχρι τις 20.30 το βράδυ, αλλά εμείς ήμασταν ήδη στην προβλήτα όπου η δισκογραφική είχε ξεκινήσει τις ετοιμασίες για να σαλπάρει το πλοίο. Δεν είχαμε καταλάβει ακριβώς τι ήθελαν να κάνουν. Ο Κουκ κάτι έλεγε για ζωντανή ηχογράφηση, αλλά δεν δώσαμε και πολύ σημασία. Είχε μπύρες, πανκ και η αλήθεια είναι πως δεν είχαμε και κάτι καλύτερο να κάνουμε. Ο Τόμας χαιρέτησε τον Πολ και εκείνος μου έδωσε το χέρι.
«Εσύ είσαι ο αδερφός της Τζέιν;» με ρώτησε.
«Που ξέρεις την Τζέιν;».
«Δεν την ξέρω. Είχε έρθει σε ένα σόου μας την περασμένη βδομάδα. Σε πειράζει να βγαίνω με την αδερφή σου; Όχι ε; Ωραίος! Έλα μεγάλε, μπείτε γιατί φεύγουμε. Ωραίο μαλλί btw».
Δεν πρόλαβα να αρθρώσω κουβέντα, αλλά κοίταξα το αλογίσιο χαμόγελο του Τόμας και κατάλαβα πως είχαμε καταφέρει να έρθουμε εδώ σήμερα.
Μπορεί να ήταν Ιούνης, αλλά στα ανοιχτά του Τάμεση η ψύχρα ξεκολλούσε το δέρμα μαζί με το δερμάτινο. Ρίξαμε μία γρήγορη ματιά στο κατάστρωμα. Υπήρχαν αμέτρητες μπίρες στις οποίες είχε πέσει ήδη πάνω ο Τζόνι Ρότεν, ο οποίος πλακωνόταν με αυτόν τον περίεργο τύπο που βλέπαμε σε κάθε συναυλία τους. Νομίζω πως ήταν ο μάνατζερ. Προσπαθούσε να τον απομακρύνει από το ποτό με την αιτιολογία ότι δεν θα μπορεί να τραγουδήσει. Ο Τζόνι του είπε κάτι για τη μάνα του και πέταξε με δύναμη το κουτάκι της μπύρας στον Τάμεση.
Από γκόμενες ζόρικα πράγματα. Ο Τόμας είχε καυλώσει με μία ξανθιά βυζαρού, που φαίνεται να προτιμούσε αυτόν τον τυπά τον Ρίτσαρντ Μπράνσον με τις δισκογραφικές του. Η αδερφή του Στιβ Τζόουνς, του κιθαρίστα, είχε στριμώξει όχι έναν αλλά δύο τύπους, με τον ίδιο να καπνίζει λέγοντας «Πώς βρίσκει γκόμενους κάθε φορά αυτή η πατσαβούρα; Δεν μπορώ να το καταλάβω». Μετά από αρκετές βρισιές, ποτά και συζητήσεις για τους Rolling Stones, το πλοίο -το οποίο μάλιστα λεγόταν «Βασίλισσα Ελισάβετ»- κόβει ταχύτητα και ο Τζόνι πηγαίνει στο μικρόφωνο.
«Ναι..ΟΚ…καλησπέρα λοιπόν από την καρδιά της κατακτημένης βασιλικής Αγγλίας. Εκεί που τα σκουλήκια έχουν πείσει τα γεράκια ότι κάνουν εκείνα κουμάντο χέζοντας καθημερινά πάνω στα κεφάλια τους. Αν αυτό σας θυμίζει την Μεγάλη Γαμημένη Βρετανία, τότε μπράβο, δεν είστε μαλάκες».
Ζητωκραυγάζουμε όλοι μαζί με τις μπίρες στον αέρα. Νιώθουμε ότι μόλις έχουμε γνωρίσει τον Θεό. Ή ακόμα καλύτερα τον διάβολο.
«Με αυτό εδώ το ρομαντικό ταξίδι γεμάτο μπίρα και μουσική θέλουμε να σας καλωσορίσουμε στην επίσημη κυκλοφορία του ‘‘Νever Mind The Bollocks’’. Πάμε Πολ...».
Ξεκινάνε με το ‘‘Anarchy in The UΚ’’ και ξαφνικά το πλοίο μετατρέπεται σε επαναστατικό κίνημα. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους καημένους ηλίθιους πέρα από το νερό. Που πηγαίνουν σήμερα στη δουλίτσα τους, για να γλείψουν τον κώλο του αφεντικού και να φέρουν λεφτά στο τραπέζι. Μόνο και μόνο για να τους φάνε τα διπλάσια στους φόρους. Γαμημένα πρόβατα. Χαρακτηρίζουν εμάς προβληματικούς μόνο και μόνο επειδή αρνούνται να κλείσουν τα μάτια τους στην αληθινή κοινωνία. Μακάρι να μας βλέπουν από μία κοσμική κλειδαρότρυπα και να δαγκώνουν τα χείλη τους μέχρι να ματώσουν.
Όλοι πάνω στο πλοίο έχουν γίνει μία αγκαλιά που μυρίζει τσιγάρο, μπίρα και άπλυτα μαλλιά. Από τα μέλη της μπάντας και τους φανς, μέχρι τους δημοσιογράφους και τους μάνατζερ. Μέχρι και ο Μπράνσον, που πριν λίγο έχασε 500 λίρες στο πόκερ, τον έχει βγάλει έξω και κατουράει στα απόνερα που αφήνει το πλοίο.
Πηγαίνω στην καμπίνα ν’ αράξω γιατί βουίζει το κεφάλι μου. Ανοίγω την ξύλινη πόρτα και πέφτει πάνω μου μία ξανθιά που με λέει «μαλάκα» βγαίνοντας έξω φουριόζα.
«Μην της δίνεις σημασία, απλά τελείωσαν τα ναρκωτικά και έχει σπαστεί».
Πόση ώρα να είναι αυτός ο τύπος εδώ; Είναι ξάπλα με τις μπότες, το δερμάτινο και το σκισμένο τζιν και καπνίζει. Πάνω του έχει αραδιάσει καμιά δεκαριά αποτσίγαρα. Δεν το λυπάται το τζάκετ του; Με ρωτάει αν έχει μείνει καμιά γουλιά από την μπίρα που κρατάω και του κάνω πάσα.
«Είμαι ο Σιντ, ο μπασίστας. Εσύ;».
«Είμαι ο Μάικ, ο φαν. Γιατί δεν είσαι έξω;».
«Γιατί δεν ξέρω να παίζω μπάσο».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτός ο Σιντ μου φάνηκε καλό παιδί. Μου έβρισε το σύστημα και την κυβέρνηση πάνω από 30 φορές, αλλά μέσα σε όλη αυτή τη φούρια, φαινόταν πιο γαλήνιος από τους υπόλοιπους. Μου λέει για την φιλία του με τον Τζόνι, την μάνα του που έχει καταταγεί στη RAF και για την ξανθιά που πετάχτηκε από την πόρτα, τη Νάνσι.
«Βασικά…αυτή η μπάντα τώρα είναι το μοναδικό πράγμα που έχω στη ζωή μου. Και η Νάνσι. Αλλιώς θα πρέπει να βρω μία δουλειά να κάνω και μάλλον θα τα τινάξω. Γιατί ούτε θα μ’ αρέσει, ούτε θα με κάνει πλούσιο. Απλώς θα μου δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάτι κάνω. Τουλάχιστον εδώ, τώρα, είμαι ελεύθερος. Έτσι όπως το θέλω εγώ, με τον τρόπο που θέλω εγώ».
Κοιτάζω τις σύριγγες στο πάτωμα και τα άδεια φακελάκια. Κοιταζόμαστε αλλά δεν του λέω κάτι.
«Αλλά κανείς δεν είναι ποτέ πραγματικά ελεύθερος σωστά; Όσο και αν το νομίζει. Να σου δώσω μία συμβουλή; Αυτές τις στιγμές που νιώθεις ελεύθερος, μην τις ξεχνάς ποτέ. Ίσως είναι οι μόνες αληθινές που θα περάσουν από τη ζωή σου». Χαμογελάει και πίνει μία γουλιά μπύρα. «Δεν γαμιέται. Τουλάχιστον βγάλαμε δίσκο».
Την συζήτηση μας διακόπτουν οι σειρήνες από τα σκάφη της αστυνομίας. Στο κατάστρωμα ακούγονται βρισιές και γιουχαρίσματα από τον κόσμο, με τον Τζόνι να τους φωνάζει «Ε! Μαλάκες! Δεν ήξερα πως τα γουρούνια ξέρουν κολύμπι!». Μας αναγκάζουν να πάμε στην ακτή για να δέσουμε. Αυτός ο περίεργος ο μάνατζερ, ο Μάλκολμ, κάτι πάει να τους πει αλλά μπαίνουν μέσα και μας βαράνε. Ένας από αυτούς πιάνει τον Τόμας που μου φωνάζει «Μάικ! Τρέξε!». Πηδάω από την πλώρη και αρχίζω να τρέχω. Τρέχω σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να είναι το τελευταίο πράγμα που κάνω.
Και κάπου εκεί με τις σειρήνες ξωπίσω μου και με τα ποδοβολητά, με τους αστυνομικούς να μου φωνάζουν, αρχίζω και γελάω για το πόσο σωστός βγήκε ο Sid. Αυτή τη στιγμή, είναι μία από εκείνες που μου είπε στην καμπίνα. Μία στιγμή δική μου που δεν μπορεί να μου την κλέψει κανείς.
Η στιγμή που νιώθω πραγματικά ελεύθερος.