Ήταν από τις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις της δεκαετίας του ’80. Ένας πόλεμος που κράτησε 74 μέρες ανάμεσα στην Αργεντινή και τη Μεγάλη Βρετανία για την κυριαρχία στις νήσους Falkland. Για κάποιους, η Μεγάλη Βρετανία υπερασπίστηκε τους κατοίκους που ήταν απόγονοι Βρετανών από τον 19ο αιώνα. Για άλλους, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μία στυγνή επίθεση και ο μοναδικός τρόπος που οι Συντηρητικοί στην Αγγλία εξασφάλησαν την επανεκλογή τους. Τι έχει όμως να διδάξει αυτός ο πόλεμος;
Πρώτο και κύριο, αυτό που μπορούν να μας διδάξουν τα Falklands είναι ότι οι στρατιωτικές συγκρούσεις μπορούν να νομιμοποιήσουν σκληρές, αντιδημοφιλείς πολιτικές. Οι συγκρούσεις όπως αυτή οφείλονται εν μέρει, αν όχι κυρίως, από τη διεθνή παρακμή μιας χώρας. Τέτοιες ανησυχίες για το καθεστώς οδηγούν ειρωνικά σε πιο δραματικές πολιτικές, οι οποίες απλώς επιδεινώνουν αυτήν την παρακμή. Τα νησιά Falkland, μερικές εκατοντάδες μίλια μακριά από την ακτή της Αργεντινής στον Νότιο Ατλαντικό, διεκδικούνται από τη Βρετανία από το 1833. Σπίτι σε περίπου 1.800 νησιώτες την εποχή της εισβολής, τα νησιά δεν αποτελούσαν στρατηγική προτεραιότητα για τη Μεγάλη Βρετανία για κανένα λόγο.
Πράγματι, πριν από την εισβολή της Αργεντινής στις 2 Απριλίου 1982, η κυβέρνηση της Margaret Thatcher διαπραγματευόταν μια «υπαναχώρηση» των νησιών στην Αργεντινή. Ωστόσο, τα νησιά ήταν πιο σημαντικά για τους Αργεντινούς, οι οποίοι είχαν μακροχρόνιες διεκδικήσεις πάνω τους. Η στρατιωτική χούντα της εποχής, με επικεφαλής τον στρατηγό Leopoldo Galtieri, πίστευε ότι η κατάληψη των νησιών θα εκτόξευε την δημόσια εικόνα του καθεστώτος, συσπειρώνοντας τον λαό της Αργεντινής σε μια ταραχώδη περίοδο. Η εισβολή έπρεπε να είναι γρήγορη. Η χούντα πίστευε ότι η νίκη θα ερχόταν γρήγορα και ότι η Thatcher δεν θα αντιδρούσε. Έκαναν λάθος.
Ωστόσο, μετά την εισβολή της Αργεντινής, η Thatcher θα έστελνε τις ένοπλες δυνάμεις στον Νότιο Ατλαντικό για να ανακαταλάβει τα νησιά. Η σύγκρουση στοίχισε τη ζωή σε 255 Βρετανούς και 649 Αργεντινούς. Πάνω από 2.000 Βρετανοί και Αργεντινοί τραυματίστηκαν. Ο πόλεμος κόστισε στη Βρετανία 1,19 δισεκατομμύρια δολάρια με ισοτιμίες του 1982, ωστόσο, παρά όλα αυτά, οι Βρετανοί ανέκτησαν τον έλεγχο των Falklands. Αλλά η σύγκρουση σηματοδότησε ένα σημείο καμπής για τη Thatcher, ένα σημείο που θα είχε μακροχρόνιες συνέπειες στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας.
Πέρα από το κόστος σε αίμα και πόρους, υπήρχαν και εγχώριες επιπτώσεις. Η συντηρητική πρωθυπουργός συνέδεσε τη νίκη στον Νότιο Ατλαντικό με την μετέπειτα εκλογική της καμπάνια για να διεκδικήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη του λαού, αξιοποιώντας την επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία της Βρετανίας για να συγκεντρώσει την εσωτερική υποστήριξη για την πολιτική της ατζέντα. Άλλωστε μέχρι τότε, ο κόσμος είχε δει αρκετά αντιπληθωριστικά μέτρα, μεταρρύθμιση των συνδικάτων και περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.
Για τη Thatcher, ο πόλεμος των Falklands έδειξε ότι «η Βρετανία δεν έχει αλλάξει και ότι αυτό το έθνος έχει ακόμα εκείνες τις υπέροχες ιδιότητες που λάμπουν στην ιστορία μας». Η πολιτική της δύναμη αυξήθηκε -εν μέρει και με τη βοήθεια των βρετανικών μέσων ενημέρωσης- που φρόντισαν για διθυραμβικούς τίτλους σε εφημερίδες και ρεπορτάζ. Στις αρχές της κρίσης, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 50% του βρετανικού κοινού, πίστευε ότι η κρίση είχε επιδεινώσει τη θέση της Βρετανίας στον κόσμο. Μέχρι το τέλος του Μαΐου του 1982 ωστόσο, το 38% των Βρετανών πίστευαν ότι η παγκόσμια γνώμη για τη Βρετανία είχε βελτιωθεί, το 34% ότι παρέμενε η ίδια και μόνο το 19% πίστευε ότι είχε φθαρεί.
Ο πόλεμος των Falklands υπενθυμίζει ότι οι συγκρούσεις έχουν τεράστιο κόστος στις ανθρώπινες ζωές, αλλά μπορεί να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην εσωτερική πολιτική. Θα μπορούσε να ήταν ένα μάθημα για αυτοσυγκράτηση, αλλά αντίθετα ενθάρρυνε ένα επικίνδυνο προηγούμενο: την αλαζονεία.
Η νίκη στον Νότιο Ατλαντικό άφησε τη Βρετανία να αισθάνεται, ποια θα έπρεπε και όχι ποια είναι, η δύναμή της. Και οι αυταπάτες μπορούν να είναι επίσης επικίνδυνες.