Μία από τις πιο σωστές ατάκες που ακούστηκαν ποτέ για τον Clint Eastwood, είναι πως μοιράζεται την ίδια ψυχή με τον Mick Jagger. Γιατί; Γιατί όπως στη μουσική ο Jagger, έτσι και στις ταινίες ο Eastwood νιώθεις ότι υπάρχει από πάντα. Έχει κάνει φανταστικές ταινίες, δεν ξεπουλήθηκε ποτέ και για κανέναν και υπήρξε ένα επαναστατικό στοιχείο που έπλασε τα 60s όσο κανένας άλλος της γενιάς του.
Σε κάποιο σημείο, όπως και ο Elvis Presley, έφτασε σε ένα σημείο που δεν υπάρχει θέμα συζήτησης για το αν σου αρέσει ή όχι. Ή μάλλον για να το θέσουμε καλύτερα, μπορεί να μη σου άρεσε που έπαιζε τον καουμπόη, αλλά το στυλ, η φινέτσα και το στήσιμο του σαν σύμβολο αρρενωπότητας, ήταν κάτι που δεν σήκωνε συζήτηση. Ακόμα και οι γυναίκες στην Αμερική που δεν συμπαθούσαν τον Clint Eastwood, θα κοιτούσαν περίεργα τους άντρες τους αν έκαναν δημόσια τη δήλωση ότι δεν τους αρέσει.
Σήμερα, ο μπαμπάκας Clint έχει γυρίσει περισσότερες από 50 ταινίες ως σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Έγινε μόνιμη αξία στην αμερικανική ζωή από το 1959, όταν γοήτευσε ως ο συμπαθής καουμπόης Rowdy Yates στην τηλεοπτική σειρά Rawhide. Η κινηματογραφική καριέρα του Ίστγουντ δεν απογειώθηκε παρά μόνο όταν ήταν στα 30 του χρόνια. Αλλά μετά την επική τριλογία των A Fistful of Dollars, For A Few Dollars More, και The Good, the Bad and the Ugly, άλλαξε μέχρι και τον τρόπο που είχαν συνηθίσει να γυρίζονται τα γουέστερν μέχρι εκείνη την εποχή. Και ο ίδιος, πήρε το χρίσμα του ζόρικου της μεγάλης οθόνης – παρότι ήταν ήδη στην κανονική του ζωή.
Στο βαθμό που τα γουέστερν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη, υπάρχουν μόνο δύο καουμπόηδες για τους οποίους αξίζει να μιλήσει κανείς σήμερα. Ο ένας είναι ο John Wayne και ο άλλος ο Clint Eastwood. Ο Eastwood δεν είχε αυτή την αρχοντιά του ήρωα συνοριοφύλακα. Αντιθέτως. Έπαιζε πάντα έναν τύπο που δεν κρατιόταν να τραβήξει το περίστροφο, με κάτι σκοτεινό στο παρελθόν του. Αυτός είναι ο τρόπος που γουστάρανε οι άντρες την δεκαετία του ’60 και αυτή ακριβώς την συμπεριφορά περίμεναν από τους πρωταγωνιστές τους, από τον Jack Nicholson μέχρι τον Al Pacino και τον Robert De Niro. Γιατί ο κόσμος εκείνη την εποχή ήθελε ακόμα ήρωες, ακόμα και αν δεν καταλάβαινε στο 100% το πολύπλοκο background που παρουσίαζε το σενάριο των χαρακτήρων τους. Ο Άνθρωπος Χωρίς Όνομα, ήταν ένας από εκείνους τους ήρωες.
Ο Eastwood, γεννημένος το 1930, παρουσιάζει μια νοοτροπία που διαμορφώθηκε από τη δεκαετία της γέννησής του και από τη δεκαετία του 1960. Οι καλύτερες ταινίες των δεκαετιών του 1930 και του 1940 είναι και διασκεδαστικές και αναζωογονητικές και ενώνονται με ένα ξεκάθαρο ηθικό όραμα: το καλό θα υπερισχύσει του κακού, αλλά θα πάρει λίγο χρόνο. Στα σπαγγέτι γουέστερν που τον έκαναν διάσημο, ο θρίαμβος του καλού επί του κακού διαρκεί ακόμα περισσότερο. Η συνεργασία με τον σκηνοθέτη Sergio Leone είχε τεράστια στιλιστική επιρροή στον Eastwood, ο οποίος δεν βιάστηκε ποτέ του να φτάσει στην κορύφωση της ταινίας. Τα σπαγγέτι γουέστερν κινούνταν με αργό ρυθμό, όπως και ο ίδιος ο ηθοποιός. Στο A Fistful of Dollars, η ταινία που τον έκανε γνωστό, θυμόμαστε έναν ψηλό, λιγωμένο, αινιγματικό άγνωστο έρχεται να βοηθήσει τους φτωχούς, καταπιεσμένους Μεξικανούς. Στο Γκραν Τορίνο, ένας ψηλός, λιγοστός, αινιγματικός ξένος έρχεται να βοηθήσει φτωχούς μετανάστες από τη νοτιοανατολική Ασία. Οι καιροί αλλάζουν, αλλά η ατμόσφαιρα του χαρακτήρα όχι.
Ο Eastwood παρουσιάζει μια εικόνα της Αμερικής στον υπόλοιπο κόσμο με την οποία αισθάνονται άνετα οι Αμερικανοί. Ο Eastwood ενώ είναι αναμφισβήτητα συντηρητικός, κάτι σπάνιο μεταξύ των αστέρων του κινηματογράφου, είναι επίσης ένας εθνικός κινηματογραφικός θησαυρός. Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1955, υποδυόμενος έναν τεχνικό εργαστηρίου στο Revenge of the Creature. Ήταν η χρονιά που ο Marlon Brando και ο Frank Sinatra έκαναν το Guys and Dolls, τη χρονιά που η Rosa Parks αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση της στο λεωφορείο στην Αλαμπάμα. O Eastwood κατάφερε να ξεπεράσει όλους τους αξιόλογους συγχρόνους του και έχει χάσει μια σειρά από ηθοποιούς και σκηνοθέτες των οποίων τα αστέρια κάποτε, για λίγο, εξέπεμπαν κάπως περισσότερο φως από το δικό του.
Το μόνο σίγουρο; Δεν έβαλε ποτέ όρια στις προσπάθειές του. Και αυτό τον καθιστά ανεκτίμητο.