Την πρώτη φορά που ο πατέρας μου έπαθε καρδιά, πίστευα πως ήταν ό, τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Μετά ήρθε το ελαφρύ εγκεφαλικό και νόμιζα πάλι ότι τη σκαπούλαρε. Όταν ξεκίνησε τις αιμοκαθάρσεις, ήξερα πως όλο αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Το χειρότερο όμως, ήταν οι τελευταίες ημέρες που δεν με αναγνώριζε. Έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο που οι τοξίνες δεν άδειαζαν ολοκληρωτικά από το σώμα, με αποτέλεσμα να ταξιδεύουν στο κεφάλι. Ο πατέρας μου κατά εκείνη την διάρκεια πίστεψε πολλά πράγματα. Από το ότι ήμουν γιατρός, μέχρι ότι στο υπόγειο υπήρχε χρυσάφι ότι έπρεπε να το πάρω. Με αποκαλούσε «κύριο» και ρωτούσε αν μπορούσε να δει τη μητέρα του. Ήταν εκεί που συνειδητοποίησα πως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, ήταν να μην γνωρίζει ποιος είμαι.
Στάθηκα τυχερός στην περίπτωση της μητέρας μου. Λόγω του ιατρικού της background, έπιασε από μόνη της τον εαυτό της να παθαίνει κενά μνήμης. Μια ημέρα απλά μου το είπε. «Πρέπει να πάμε σε νευρολόγο. Ίσως έχω αρχή άνοιας». Οι μαγνητικές και άλλες νευρολογικές εξετάσεις, απέδειξαν την φοβία. Ήμασταν όμως τυχεροί στην ατυχία μας. Είχαμε χρόνο για να ξεκινήσει φαρμακευτική αγωγή και να το καθυστερήσει. Γιατί αν ξέρουμε κάτι είναι αυτό. Πως αυτό το πρόβλημα το καθυστερείς αλλά ποτέ σου δεν το λύνεις. Κάποια στιγμή, το τρομαχτικό αυτό τέρας της άνοιας, θα καταπιεί ολόκληρο τον άνθρωπο και τις μνήμες του και το μοναδικό πράγμα που θα μείνουμε πίσω θα είμαστε εμείς. Ως ξένοι.
Αυτό όμως δεν είναι ένα στενάχωρο κείμενο. Στενάχωρη κατάσταση, είναι όταν δεν υπάρχει αγάπη. Όταν υπάρχουν άνθρωποι που βιώνουν ασθένειες και δυσκολίες, αλλά δεν έχουν κανέναν τριγύρω τους. Μπορεί να ακούγεται χαζορομαντικό ή μία βαρετή ρήση από κάποιο βιβλίο αυτοβελτίωσης, αλλά όσο υπάρχει αγάπη δεν υπάρχουν εμπόδια. Αν μη τι άλλο αυτή η κατάσταση μου θύμισε μία σοφία που θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε άνθρωπο όσον αφορά τους γονείς του: η αξιοποίηση του χρόνου. Δεν χρειάζεται κανείς να πρέπει να βιώσει μια ασθένεια για να αξιοποιήσει το χρόνο που έχει με τους γονείς τους. Πόσο μάλλον με τη μητέρα του. Έχουμε διαβάσει όλοι πολλά και γνωστά για τις μητέρες και για την επαφή με τα παιδιά τους, αλλά κρατάω την ατάκα ενός συναδέλφου που έχασε σχετικά πρόσφατα τη μητέρα του. «Ένιωσα ότι κόπηκαν οι ρίζες μου από το έδαφος και ότι πλέον βρίσκομαι μετέωρος».
Οι μητέρες μας είναι το θεϊκό στοιχείο απόδειξης για την ίδια τη ζωή. Η παρουσία της στον ίδιο κόσμο με εμάς και η νόηση ότι η ζωή μας και η ζωή της συνδέονται άμεσα, σωματικά και ψυχικά, είναι κάτι το οποίο ήταν αντικείμενο λατρείας σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Είναι ένας δεσμός ανιδιοτελούς αγάπης και άνευ όρων λατρείας, που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη στο σύμπαν. Θα σε αγαπήσουν και θα αγαπήσεις πολλούς ανθρώπους στην ζωή σου, αλλά η μοναδική αγάπη που δεν χρειάζεται να γυρίσεις το κεφάλι για να δεις αν υπάρχει ακόμη, είναι εκείνη της μητέρας σου. Αυτό, πρέπει να το φυτέψουμε βαθιά στο μυαλό μας και να του συμπεριφερθούμε σαν ένα καλά κρυμμένο θησαυρό.
Προσωπικά, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη μητέρα μου, αλλά καταλαβαίνω ποια είναι η πορεία της ζωής. Όμως ο μεγαλύτερος μου φόβος, είναι να ξεχάσει η μητέρα μου ποιος είμαι. Αν αυτό είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσω, τότε θα φροντίσω κάθε στιγμή μαζί της να μετράει. Να μην νιώσει μόνη. Να μην της λείψει οτιδήποτε. Να μην αναρωτηθεί αν την αγαπάω και να μην μπει σε σκέψεις για το αν τη θέλω ακόμα στη ζωή μου. Από ένα σημείο και μετά, είμαστε εμείς υπεύθυνοι, για την ομαλή ζωή των γονιών μας. Η ασφάλεια τους, συνδέεται με το γεγονός ότι τους έχουμε αποδείξει ότι δεν τους χρειαζόμαστε άλλο (αν και πάντα θα τους χρειαζόμαστε) και ότι είναι η σειρά μας να τους φροντίσουμε.
Ας είναι λοιπόν η Γιορτή της Μητέρας πάντα μια υπενθύμιση. Για το πόσο σημαντικό είναι να περνάμε χρόνο μαζί της, όχι μόνο σήμερα αλλά κάθε μέρα, και πως μπορούμε να κάνουμε το χρόνο ποιοτικό. Για να μπορέσει κάποια στιγμή, μέσα στις σκέψεις της, να συνειδητοποιήσει ότι σε αυτή τη ζωή αγαπήθηκε πολύ και δίχως όρια. Όπως και η αγάπη που έδωσε στο παιδί της.