Με το «Dance me to the end of love» συμβαίνει το εξής παράδοξο, ότι ενώ πολλοί το έχουν στο μυαλό τους ως ένα ερωτικό τραγούδι, δεν είναι. Ο Λέοναρντ Κοέν (Leonard Norman Cohen γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 και πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 2016) μπορεί να θεωρείται μουσικός της ποπ, αν και τα τραγούδια του -κυρίως μπαλάντες- έχουν πολλά στοιχεία από την αμερικανική μουσική κάντρι και την μουσική των ευρωπαϊκών καμπαρέ. Τα κύρια θέματα της δημιουργίας του ήταν η θρησκεία, ο έρωτας και η μοναξιά, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι τοποθετήσεις σε κοινωνικοπολιτικά θέματα όπως ο πόλεμος και οι εκτρώσεις. Ανάμεσα στα άλλα αγάπησε βαθιά και την Ύδρα. Μελαγχολικός και ερωτικός και θα μου πεις έτσι δεν είναι οι περισσότεροι καλλιτέχνες; Ναι, απλά κάποιες φορές ίσως μερικοί να είναι λίγο παραπάνω.
Το αιώνιο σκοτάδι του Leonard Cohen
Πιστεύω ότι ανάμεσα στα άλλα υπήρξε ένας ονειρεμένος άντρας για πολλές γυναίκες και αυτό γιατί ποιος μπορεί να ανταγωνιστεί έναν ποιητή ή έναν καλλιτέχνη; Όχι ακριβώς έτσι βέβαια, αλλά όπως και να έχει μπορεί σήμερα η ποίηση και ο ρομαντισμός να έχουν χάσει την γοητεία των προηγούμενων εποχών, αλλά η ευγένεια και η καθαρότητα των συναισθημάτων εξακολουθεί να είναι γοητευτική. Και ποια γυναίκα δεν θα ήθελε να είναι με κάποιον σαν εκείνον που ήταν μαζί με τη Marianne, που έγινε η μούσα του και ύστερα η σύντροφός του; Όλοι οι βαθιά συναισθηματικά άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη φλόγα μιας άλλης ψυχής, έτσι είναι εξ ορισμού αυτές οι σχέσεις, λίγο βαθύτερες από τις άλλες.
Ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια ανά την υφήλιο το «Dance me to the end of love» δημιουργήθηκε με αφορμή το Ολοκαύτωμα. Ειδικότερα, κάποια στιγμή βλέποντας φωτογραφίες από τα κρεματόρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης άρχισε να ψάχνει και να αναζητά πληροφορίες, σχετικά με το Άουσβιτς και τα υπόλοιπα στρατόπεδα. Ωστόσο από αυτό με το οποίο συγκλονίστηκε περισσότερο ήταν η φωτογραφία ενός κουαρτέτου, το οποίο οι Ναζί ανάγκαζαν να παίζει μουσική, την ίδια στιγμή που θανάτωναν τους υπόλοιπους κρατούμενους, με τους μουσικούς, φυσικά, να έχουν στο τέλος την ίδια μοίρα με τους συγκρατούμενούς τους.
Σε ένα επίσης από τα τραγούδια του που αγαπήθηκαν περισσότερο από όλα είναι το Hallelujah, όπου πρόκειται για το εξελληνισμένο «αλληλούια», από το εβραϊκό Χαλελουγιάχ (Hallelujah). Ο Κοέν μέσα με αυτό το τραγούδι του 1984 εκφράζει την άποψη της πολλαπλής προσέγγισης της λέξης. Η δική του ερμηνεία, που βρίσκεται στο έβδομο του άλμπουμ, το Various Positions, είναι ξεκάθαρα ερωτική. Σε αυτό χρησιμοποιεί κυρίως τα γυναικεία πρόσωπα της Βίβλου. Αναφέρεται σε μια αγάπη που έχει φθαρεί από τον χρόνο και σαν παραδείγματα χρησιμοποιεί ιστορίες, που αναφέρονται στο ιερό βιβλίο των Ιουδαίων.
Τι ακούσαμε στον μεταθανάτιο δίσκο του Leonard Cohen
Ο Κοέν είναι κάτι σαν άνθρωπος της αναγέννησης της δημοφιλής μουσικής. Πέρα από το ότι υπήρξε ένας εξαιρετικά εκλεπτυσμένος τραγουδοποιός και ένας συναρπαστικός ερμηνευτής, ο Koέν έχει ευρέως αναγνωριστεί ως μυθιστοριογράφος και ποιητής. Έζησε για κάποιο διάστημα στην Ύδρα, αλλά επέστρεψε στο Μόντρεαλ για να ανανεώσει αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως «νευρωτικές σχέσεις».
Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τον θάνατο
Σε παλαιότερο άρθρο στον Guardian είχε μιλήσει για τον θάνατο, δείχνοντας για άλλη μια φορά την ικανότητά του να μιλάει με διαύγεια για το θέμα του θανάτου. Όπως είχε δηλώσει: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω. Ελπίζω να μην είναι πολύ άβολο. Αυτό είναι για μένα». Σύμφωνα με το άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο New Yorker, ο Κοέν είχε ένα θησαυροφυλάκιο με αδημοσίευτα ποιήματα και ημιτελείς στίχους. «Η μεγάλη αλλαγή είναι η εγγύτητα στο θάνατο», λέει. «Είμαι ένας τακτοποιημένος τύπος. Μου αρέσει να δένω τα κορδόνια αν μπορώ, αν δεν μπορώ, δεν πειράζει. Αλλά η φυσική μου ώθηση είναι να τελειώσω τα πράγματα που έχω ξεκινήσει».
Η αγάπη του για την Ύδρα
Τη δεκαετία του '60 έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ύδρα μαζί με τη Νορβηγίδα σύντροφό του, για την οποία έγραψε και το «So Long, Marianne» μετά τον χωρισμό τους και της αφιέρωσε την ποιητική του συλλογή «Flowers to Hitler». Ο Κοέν ανακάλυψε την Ύδρα αναζητώντας μία διέξοδο από το Λονδίνο. Έπειτα από μία σύντομη στάση στην Αθήνα, πήγε στο νησί όπου έγινε σημαντικός σταθμός στη ζωή του. Η αγάπη του έγινε τόση μεγάλη που στις 27 Σεπτεμβρίου του 1960, έξι ημέρες μετά τα 26α γενέθλιά του, αγόρασε ένα παραδοσιακό σπίτι, έναντι 1.500 δολαρίων, με χρήματα από κληρονομιά της γιαγιάς του. Το σπίτι αυτό έγινε το προσωπικό του ησυχαστήριο και όπως δήλωνε ο ίδιος, η αγορά του ήταν «η εξυπνότερη απόφαση που είχε πάρει ποτέ στη ζωή του».
Ο ίδιος έχει περιγράψει το σπίτι του στην Ύδρα ως εξής: «Έχει θέα στο βουνό. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά. Υποθέτω ότι είναι περίπου 200 ετών. Κάθε χρόνο θα φτιάχνω και από κάτι και σε μερικά χρόνια θα έχει μετατραπεί σε αρχοντικό. Κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορώ να ακούσω τις φωνές των μικροπωλητών και το βρίσκω πραγματικά μελωδικό. Ξυπνώ περίπου στις 7 το πρωί και δουλεύω περίπου μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωί έχει περισσότερη δροσιά και είναι καλύτερα, αλλά μου αρέσει η ζέστη ούτως ή άλλως, ειδικά όταν η θάλασσα του Αιγαίου απέχει μόλις 10 λεπτά από την πόρτα μου».