Από τότε που ήμουν πιτσιρικάς, θυμόμουν μία εκνευριστική συνήθεια που είχαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας μας. Να χτυπάνε κουδούνια και να μπαστακώνονται. Δηλαδή, μην με παρεξηγήσει κανείς, δεν λέω να κλειστούμε στα καβούκια μας σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ και να μην μιλούμε σε άνθρωπο, αλλά το να χτυπήσεις την πόρτα ενός τύπου που δεν ξέρεις τι κάνει εκείνη την στιγμή -χωρίς να τον πάρεις τηλέφωνο- απλά για να κάτσεις για καφέ επειδή σου την βάρεσε, δεν ήταν και ό,τι πιο κόσμιο. Σόρρι ε; Ευτυχώς αυτά πέρασαν. Πρώτα θα πέσει ένα μήνυμα στο whats app ή στο Instagram.
Μαζί ωστόσο με τις συνήθειες που περνούν, περνούν και τα χρόνια. Είναι ωραίες οι μαζώξεις στο σπίτι αλλά, αν το παρατηρήσετε, όταν πέσει η ταινία στην τηλεόραση, οι μισοί κοιμούνται. Λογικό είναι. Κάποιοι δουλεύουν πιο σκληρά από άλλους, άλλοι έχουν πιο αυστηρά ωράρια, άλλοι δουλεύουν περισσότερες μέρες. Μπορεί στα 25 να μην έδινες σημασία και να πήγαινες σερί στη δουλειά από τα ποτά, αλλά τώρα αρχίζει και βγαίνει η κούραση. Κάθεστε σπίτι λοιπόν με την παρέα, τα λέτε, τα πίνετε, παραγγέλνετε, αλλά σε κάποια φάση τα βλέφαρα κλείνουν.
Και δεν φεύγουν παιδιά. Δεν φεύγουν. Ξεκινάει η μία να μιλάει για νύχια, η άλλη έχει κάτι προτάσεις για αδιάβροχα μανό και ο άλλος παίζει στο κινητό επειδή βαρέθηκε να μιλάει για μπάλα – ή απλά νυστάζει και εκείνος. Εκεί ξεκινούν οι πρώτες προσπάθειες. Πετάω ένα «πω, έχουμε να ξυπνήσουμε και νωρίς αύριο» και απλά δεν αντιδρά κανένας. Τίποτα. Σαν να μην μίλησα ποτέ. Μπορεί να πέσει ένα «και για πες πώς πάει η δουλειά;», που είναι και κομματάκι εριστικό γιατί μόλις σου είπα για την γαμωδουλειά. Περνάω σε άλλο τρικ. Αρχίζω και μαζεύω τα πιάτα, τα κάνω στίβα. Καμία αντίδραση. Ξεκινάω να τα πλένω γιατί σιγά μην κάτσω σαν τον μαλάκα πάνω από το νεροχύτη στις 2 τη νύχτα όταν θα θυμηθείτε να φύγετε. «Άστα, τα κάνεις μετά». Πότε μωρή πεταμένη; Σου είπα ΞΥΠΝΑΩ ΝΩΡΙΣ.
Το παιχνίδι το έχεις χάσει όταν αρχίσουν και αισθάνονται πολύ άνετα. Βγάζει δηλαδή ο ένας τα παπούτσια, ξαπλώνει στον καναπέ και παίρνει αγκαλιά και το κορίτσι του. Έχουν βάλει και πέντε μαξιλάρια για να είναι αραχτοί και εκείνη ξεκινάει να χασμουριέται. «Πω πω σαν να με παίρνει λίγο». Αφού σε παίρνει, γιατί δεν πάτε σπίτι να μην σας πάρει ο διάολος; Είστε εδώ από τις 7 και έχει πάει 1 το ξημέρωμα. Τα είπαμε όλα. Μάθατε που πήγαμε, τι κάναμε, τι θα κάνουμε. Δεν θα μας ξαναδείτε σε είκοσι χρόνια, μένετε πέντε λεπτά από το σπίτι με το αυτοκίνητο. Δεν έχετε κάτι να μαζέψετε; Κάτι να ετοιμάσετε; Προσπαθώ να το πιέσω περισσότερο. «Τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να ξυπνήσω νωρίτερα να πάω στην Πειραιώς». Σε κοιτάνε με ένα συγκαταβατικό ύφος και δεν κουνάνε ρούπι. Ούτε να φτιάξουν λίγο τον κώλο τους στον καναπέ. Εκεί. Ακίνητοι. Λες και έβγαλαν ρίζες. Εν τω μεταξύ η άλλη ανοίγει νέα συζήτηση. «Λοιπόν, ξέρετε τι πιστεύω για την Καϊλή;». Ειλικρινά, στ’ αρχίδια μας τι πιστεύεις για την Καϊλή στη 1 τη νύχτα. Πήγαινε σπίτι και ανέβασε βίντεο στο YouTube.
Οπότε κάπου εκεί το χάνω και εγώ γιατί άνθρωπος είμαι, φέρνω μία κουβέρτα από μέσα και όπως κάθομαι στον καναπέ, βγάζω παντόφλες, διπλαρώνομαι και τους λέω «παιδιά σόρρι εγώ δεν την παλεύω άλλο». Ακούω την ατάκα «ε μωρέ θα φύγουμε και εμείς τώρα». Και κάθονται άλλη μία ώρα. Σε κάποια φάση εκεί που πραγματικά έχω παραδοθεί και ο Μορφέας με έχει πάρει αγκαλίτσα, με κουνάει η ξινή που ήθελε να μιλήσει για την Καϊλή «Έλα ρε υπνάρα, ξύπνα φεύγουμε». Άντε και στο διάολο.
Και πράγματι φεύγουν και εγώ να ρωτάω της λέω γιατί ρε αγάπη μου πρέπει να καλούμε αυτό το ζευγάρι σπίτι και δεν τους πάμε για ποτό; Να φεύγουμε ότι ώρα θέλουμε; Και έχω τέτοια νεύρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ μετά. Θέλω να πάω σπίτι να της πατήσω το κουδούνι και να της φωνάξω «ΛΟΙΠΟΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΪΛΗ;». Να με ακούσει όλη η γειτονιά και να συζητάμε το Κατάρ-γκέιτ μέχρι τις 5 τα ξημερώματα.
Μην τους φέρνετε στο σπίτι ρε σεις. Μην τους φέρνετε άμα δεν ξεκουμπίζονται. Ή να έχετε περισσότερο τσαγανό από μένα και να τους λέτε «Για πάμε, το διαλύουμε γιατί έχουμε και δουλειές αύριο». Ας σε πουν μίζερο και μαλάκα. Οι πρώτοι θα είναι; Να πάτε σπίτια σας και να κάτσετε μέχρι το ξημέρωμα.
Άντε καληνύχτα.