ΓΑΜΩ. ΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ. Πώς αλλιώς να ξεκινήσεις ένα κείμενο που μιλάει για την σπαστική βρόχα; Και όχι τίποτε άλλο, συνεχίζονται και οι καλοκαιρινές συναυλίες. Και ξέρετε κάτι; Οι συναυλίες με βροχή δεν γαμάνε. Ή τουλάχιστον όχι σε αυτήν την ηλικία. Όταν είσαι πιτσιρικάς, που χοροπηδάς πάνω-κάτω στη βροχή και ακουμπάς το wet βυζί της διπλανής ξώφαλτσα, τότε ναι, έχει μία πλάκα. Όχι στα 33. Στα 30 πλας, απλά στέκεσαι, βρέχεσαι και μονολογείς ότι έχεις γεράσει. Αυτή η φασούλα ομως είναι μόνο άλλη μία ξενέρωτη στιγμή του αγνού ελληνικού καλοκαιριού, που εδώ και 3 Σαββατοκύριακα έχει πάθει Λονδίνο. Δεν είναι όμως κάτι το καινούργιο. Είναι απλά η αιώνια σπαστική καλοκαιρινή βροχή στην Ελλάδα.
Ο πατέρας μου το λέει ποιηματάκι κάθε χρόνο τέτοια εποχή. «Μπουρίνια είναι αυτά. Βαράνε δυνατά, φεύγουν και ξανάρχονται. Σαν την εφορία». Δεν ξέρω αν η καλοκαιρινή βροχή στην Ελλάδα έχει κοινά με την εφορία. Ξέρω όμως ότι υπάρχει για να κάνει αυτή την μικρή Ζιμπάμπουε της Ευρώπης ακόμα χειρότερη. Γιατί όταν έχεις τελειώσει σαν χώρα από κάθε άποψη, ένα πράμα δεν θες να σου αγγίξουν. Το καλοκαίρι σου. Το ελληνικό καλοκαίρι σου. Αυτό που θέλει πετσέτα και παραλία. Που τα κοριτσάκια κυκλοφορούν με τα κοντά σορτσάκια έξω, που σε βαράει ο ήλιος το πρωί και γουστάρεις επειδή καταλαβαίνεις πως το καλοκαίρι είναι εδώ. Αλλά όχι. Μία κατάρα πάνω από το κεφάλι σου αρκεί για να σου τσακίσει ΚΑΙ αυτό το Σαββατοκύριακο. Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα κάνουμε κανένα μπάνιο;
Ξέρεις ρε τι είναι να σε πιάνει η βροχή στην παραλία; Έχεις συνειδητοποιήσει τι ξενέρα τρως; Σαν να μπει στο δωμάτιο η δικιά σου με θετικό τεστ εγκυμοσύνης. Είπαμε την Κυριακή να αφήσουμε πίσω μας την βροχοκατίφλα της των περασμένων δύο ΣουΚου. Να κάνουμε μία νέα αρχή. Πήραμε το αμάξι μας, τις πετσέτες μας, τους φίλους μας και πήγαμε παραλία. Και γύρω στις 5, εκεί που ενδείκνυται να κάτσεις να λιαστείς γιατί πέφτει σιγά-σιγά ο ήλιος, όχι απλά έπεσε. Έκανε μπλουμ στη θάλασσα. Βροχή. Και όχι απλά βροχή που ήρθε και έφυγε. Χειμερινή βροχή. Με αέρα. Σαν να σου κάνει φάρσα ο Αίολος. «Ελληνάρες, θα πήξετε. Παραλία δεν θέλατε;». Να τρέχει ο κόσμος να μαζεύει ομπρέλες, να κλαίνε τα μωρά, να γαβγίζουν οι κόπροι. Άδειασε η παραλία. Με χαμόγελο πήγαμε και γυρνούσαμε πίσω λες και πληρώσαμε ΕΦΚΑ. Και δεν σταμάτησε εκεί.
Σάββατο απόγευμα που ετοιμάζεσαι και θέλεις ποτάρες και ξενύχτια, μουσική και σαπίλα καλοκαιρινή, πάθαμε πάλι κοκομπλόκο. Χάλασε πάλι ο καιρός λες και αποφάσισε η Μόρντορ να μας κάνει πρωτεύουσά της. Νωρίτερα το μεσημέρι στο Κέντρο, έβρεχε. Λες και το κάνουν επίτηδες. «Ας τους κλείσουμε μέσα το ΣουΚου να σφίξει ο κώλος τους». Την Κυριακή είχα μείνει να και κοιτάζω την βροχή από το τζάμι, που πέφτει λες και άνοιξαν όλες τις βρύσες στα σύννεφα. Και λες «Ρε φίλε αυτό τώρα είναι καλοκαίρι;». Δεν το σώζει ούτε ο πατέρας σου που μπαίνει στο δωμάτιο με σοβαρό ύφος αλά Νεντ Σταρκ και σου λέει με προφορά ‘‘Winter is Coming’’. Οπότε έχει ταινία το βράδυ. Ταινία ρε. Κοιτάς TV και παρακαλάς αύριο να έχει στρώσει. Οι πιο εριστικοί λένε «Έλα μωρέ βροχούλα». Τι βροχούλα ρε που και για αυτό το ΣουΚου, η πρόγνωση λέει βροχές. Τι πρέπει να κάνουμε; Να βγάλουμε τα κανό;
Και ομολογουμένως το πρωί της Κυριακής που πέρασε, ήταν ζόρικο. Χαμογέλασα λιγάκι στην αρχή γιατί είδα ήλιο και σκέφτηκα «Ποιος ξέρει, μπορεί να σφάξανε κανέναν χθες και να τον θυσίασαν στον Θορ, οπότε να μας λυπήθηκε». Αλλά όχι. Ξαφνικά μαύρα σύννεφα στον ουρανό και ετοιμάζεται πάλι για βροχή. Κοιτάς το κινητό, την ομαδική συνομιλία με τους κολλητούς που έχουν ξενερώσει. «Να το κλείσουμε το μπουρδέλο να το πούμε Αγγλία Νο.2. Γαμώ το καλοκαίρι μας γαμώ». Σκεφτόμαστε αρχικά να ακυρώσουμε παραλία και καφέ. Και κάνω το λάθος να πάω μέχρι το φούρνο με τα πόδια και είναι λες και με είδαν στον ουρανό με το κυάλι και είπαν «Τι κάνει αυτό το μπάσταρδο; Μας τη λέει; ΡΙΧΤΕ ΤΟΥ». Τουλούμι όμως. Λίγο ακόμη και το καρβέλι θα είχε γίνει παπάρα με έναν παπάρα να τον κρατάει. Μπήκα σπίτι λες και βάραγα σκοπιά στον Έβρο Νοέμβρη μήνα. Ούτε να βρίσω δεν είχα όρεξη. Σε κάποια φάση καθαρίζει και λέμε ότι θα πάρουμε την εκδίκηση μας το απόγευμα. Αλλά δεν.
Ένα χαμόγελο μόνο από ήλιο που κράτησε 5 λεπτά. Βροχή, συννεφιά και μετά αρχίζει να καθαρίζει. Τι φάση; Τουλάχιστον το φθινόπωρο το ‘χεις πάρει απόφαση. Λες οκ θα βρέχει, ας το χωνέψουμε. Αλλά αυτό το πράγμα το καλοκαίρι, είναι το κάτι άλλο. Σαν τους φόρους αυτή τη βροχή. Έρχεται τις πιο ακατάλληλες μέρες και ώρες, όταν δεν την περιμένεις. Και που καθάρισε τώρα τι; Η ώρα είναι 20.00 και αύριο δουλεύεις. Χτυπάς κάτι ποτά αλλά έχεις ξενερώσει την ζωή σου. Ειδικά αυτό με την παραλία πόνεσε πολύ. Και νομίζεις ότι όλα τελείωσαν κάπου εδώ.
Όμως κοιτάζω το δελτίο καιρό. Αν ήταν ειλικρινές, θα έγραφε «ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ. ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΠΙΤΙ ΘΑ ΓΑΜΗΘΕΙ Ο ΔΙΑΣ». Κάθε ελπίδα έχει πεθάνει, μόνο μίσος υπάρχει. Πουθενά μαύρισμα, πουθενά άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα. Μόνο κωλοδάχτυλα προς τον ουρανό. Και η σαπίλα της κακοκαιρίας συνεχίζεται. Ίσως τελικά πρέπει να καταφύγουμε στις θυσίες για να βρούμε γιατρειά. Γιατί η κακοκαιρία το Σαββατοκύριακο είναι ό,τι χειρότερο στον κόσμο.
Πόσο μούτζα πια σε αυτή τη χώρα;