Πέρασαν 49 ολόκληρα χρόνια απ΄αυτό που σήμερα αποκαλούμε «Το Θαύμα των Άνδεων». Ήταν 23 Δεκεμβρίου του 1972, όταν διασώθηκαν οι 14 επιζήσαντες του αεροπορικού δυστυχήματος στις Άνδεις. Το αεροπλάνο, που μετέφερε συνολικά 40 άτομα, προσέκρουσε σε μια κορυφή των Άνδεων στις 12 Οκτωβρίου. 12 επιβάτες σκοτώθηκαν ακαριαία, 5 ακόμα στη διάρκεια της πρώτης νύχτας κι άλλοι 12 στη συνέχεια, σε αυτές τις 72 εφιαλτικές μέρες που πέρασαν σε συνθήκες πολικού ψύχους, με τις προσπάθειες ανεύρεσης και διάσωσής τους να έχουν σταματήσει, αφού είχε χαθεί κάθε ελπίδα ότι θα τους βρουν ζωντανούς. Συνολικά 16 άτομα επέζησαν: οι 14 που είχαν μείνει κοντά στα συντρίμμια του αεροσκάφους και οι δυο γενναίοι, που μέσα στην απελπισία τους ξεκίνησαν στις 12 Δεκεμβρίου μια πορεία προς το άγνωστο, με την ελπίδα να φέρουν βοήθεια. Για καλή τύχη όλων τους, βρέθηκε στο δρόμο τους ο Σέρχιο Καταλάν, ο οποίος τους περιέθαλψε και ενημέρωσε τις Αρχές.
Οι επιβάτες και το πλήρωμα του δικινητήριου Fairchild Hiller FH-227D, της πτήσης 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, ξεκίνησαν από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής με γέλια, κέφι και όρεξη. Ήταν η ομάδα ράγκμπι Old Christians Club, που πήγαινε για έναν φιλικό αγώνα, μαζί με συγγενείς και φίλους των παικτών. Νέα παιδιά οι περισσότεροι, αρκετοί εκ των οποίων πετούσαν για πρώτη φορά, αντιμετώπισαν τις αναταράξεις και τον κακό καιρό κάνοντας αστεία. Όταν το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος και προσέκρουσε σε μια κορυφή των Άνδεων, τα γέλια έγιναν μια απερίγραπτη τραγωδία.
Όσοι επέζησαν, έπρεπε να βρουν τρόπο να επιβιώσουν σε ένα υψόμετρο κάπου στα 3.500 μέτρα, με ελάχιστη τροφή, πολικό ψύχος, χωρίς τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με κανέναν και να ζητήσουν βοήθεια μέσω ασυρμάτου. Από ένα ραδιοφωνάκι ακούνε εννέα μέρες μετά το δυστύχημα, ότι σταματούν οι έρευνες για τη διάσωσή τους. Το λιγοστό φαγητό που υπήρχε στο αεροπλάνο έχει τελειώσει και ο θάνατος και των υπολοίπων είναι σχεδόν βέβαιος. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο, έρχεται το τεράστιο ηθικό δίλημμα, η μεγάλη μάχη ανάμεσα στην ανθρωπιά, τις αξίες και την επιβίωση: η μοναδική τροφή, είναι τα πτώματα των συνεπιβατών τους. Των συμπαικτών τους, των συγγενών, των φίλων τους. Τα πτώματα, «καλοδιατηρημένα» καθώς είναι ξαπλωμένα μέσα στο χιόνι, είναι τα μόνα που μπορούν να χαρίσουν ζωή σε αυτούς που επέζησαν.
Την μακάβρια αρχή κάνει ο πρώτος και ακολουθούν «αναγκαστικά» και οι υπόλοιποι: είναι ο μόνος τρόπος να δώσουν παράταση στη ζωή τους, να παρατείνουν την ελπίδα τους, μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν, να τους βρει κάποιος μέσα στην παγωμένη απεραντοσύνη. Η ομάδα αυτών των ανθρώπων, παλεύει με τις ενοχές της, προσπαθεί να νικήσει τη θρησκευτική πίστη που «απαγορεύει» μια τέτοια κανιβαλιστική πράξη, οι άνθρωποι κλαίνε την ώρα που τρώνε ένα κομμάτι από το πόδι ή το χέρι κάποιου ανθρώπου που γνώριζαν, που έκαναν παρέα, που έβγαιναν μαζί του βόλτα ή έπαιζαν δίπλα – δίπλα στην ομάδα. Αλλά η ανάγκη να ζήσουν, έστω και μια μέρα παραπάνω, νικάει τις αναστολές, τις τύψεις, τις ενοχές, τις αμφιβολίες.
Ο Νάντο Παράδο και ο Ρομπέρτο Κανέσα, ήταν οι δυο επιζήσαντες που ξεκίνησαν το ταξίδι για το άγνωστο, προκειμένου να φέρουν βοήθεια. Πολύ απλά διότι ακόμα και τα ανθρώπινα πτώματα που χρησιμοποιήθηκαν ως τροφή, κάποια στιγμή θα τέλειωναν... Η ταινία «Οι Επιζήσαντες» ή «Alive» όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της, με τον Ίθαν Χοκ, τον Τζος Χάμιλτον και πολλούς άλλους ηθοποιούς, είναι μια εξαιρετική αλλά και ανθρώπινη αναπαράσταση μιας τραγωδίας που κράτησε 72 μέρες. Μιας τραγωδίας που έμοιαζε να μην έχει τελειωμό, ξεκινώντας από ένα αεροπορικό δυστύχημα, με ανθρώπους να πεθαίνουν άλλοι ακαριαία και άλλοι στην πορεία, με τραυματίες που κανείς δεν μπορούσε να φροντίσει, με ανθρώπους να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Δεν υπάρχει κανείς από εμάς που να είδε την ταινία και να μην έβαλε τον εαυτό του στη θέση αυτών των ανθρώπων, να μην αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση. Κι ο καθένας πήρε τη δική του απόφαση στο μυαλό του.
Αλλά όσο «εύκολο» κι αν μοιάζει, από τον καναπέ του σπιτιού σου, καθισμένος μέσα στη ζέστη και τρώγοντας πίτσα, να πεις βλέποντας την ταινία «εγώ δεν θα το έκανα αυτό ποτέ!», ξέρεις κατά βάθος πως είναι ταυτόχρονα βαθιά υποκριτικό. Διότι και οι επιβάτες της πτήσης 571, οι «καλοί Χριστιανοί», οι καλοί συναθλητές, συγγενείς και φίλοι που πέταξαν παρέα εκείνο το μοιραίο πρωινό, δεν είχαν φανταστεί ποτέ στη ζωή τους ούτε τι τους επεφύλασσε το μέλλον, ούτε σε πόσο μακάβριο σταυροδρόμι θα τους έφερνε η ίδια η ζωή, η ίδια η πραγματικότητα. Και ίσως, η ανάγκη για επιβίωση, να είναι και η μεγαλύτερη κινητήριος δύναμη στη ζωή ενός ανθρώπου, που μπορεί να τον αναγκάσει να κάνει – κυριολεκτικά – τα πάντα.