Ένα απόγευμα, στο Cafe Wha της Νέας Υόρκης, έπαιζε ένας όχι και τόσο μαύρος για το Harlem και όχι και τόσο λευκός για το Greenwich Village, την περίφημη γειτονιά των πλουσίων και των καλλιτεχνών. Η μουσική του έμοιαζε περισσότερο με σκληρό blues παρά με σκληρή rock και οι μουσικοί της Αγγλίας, όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό, μπορούσαν να καταλάβουν τα blues καλύτερα από πολλούς Αμερικανούς. Η Linda Keith, τότε κοπέλα του Keith Richards, ήδη γνωστού εκείνη την εποχή μαζί με τους υπόλοιπους Stones, ήταν ένα από αυτά τα άτομα και για καλή τύχη του κυρίου με το φουντωτό μαλλί, είχε αρκετές γνωριμίες.
Τον είχε ακούσει ξανά, δανείζοντάς του μάλιστα και μια λευκή κιθάρα του Richards, την οποία και έκανε θρύψαλα πάνω στη σκηνή. Του άρεσε να το κάνει αυτό. Η Linda, αν και δεν θεώρησε τη κίνηση να σπάσει την κιθάρα που του δάνεισε σοφή, ήρθε σε επαφή με τον Chas Chandler, μπασίστα των Animals. Εκείνος, με τη σειρά του, βρέθηκε στο κλαμπ όπου θα ακούσει το «Hey Joe» του Tim Rose, στην πιο σκληρή εκδοχή του.
Η εκτέλεση ήταν καλή, αλλά όχι τόσο ώστε κάποιος άλλος μουσικός της rock, να μην μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά με τον κιθαρίστα που είχαν μπροστά τους. Σαν απάντηση σε αυτά που σκεφτόταν ένα αντίστοιχο μουσικό μυαλό, ο άσημος μιγάς από το Seattle της Washington, άρχισε να ακουμπά τα δόντια του στις χορδές της κιθάρας, να παίζει με αυτά και ύστερα να την φέρνει πίσω από το κεφάλι του. Για τον ίδιο, ήταν μια τυπική διαδικασία, άλλη μια μέρα στη δουλειά, για τους παρευρισκόμενους, τον Chas και τους φίλους του, κάτι το ασύλληπτο και για τη μουσική, ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας της. Η Linda, όπως αποδείχθηκε, δικαίως επέμενε και υποστήριζε πως πρόκειται για κάτι που κανείς δεν έχει ακούσει ξανά.
Ο βιρτουόζος κιθαρίστας, σύντομα, θα βρεθεί σε ένα αεροπλάνο με προορισμό το Λονδίνο. Το 1966, όπως είπε ο τραγουδιστής Terry Reid, θα είναι η χρονιά που οι Άγγλοι κιθαρίστες θα κλάψουν και ύστερα θα σφουγγαρίσουν το πάτωμα. Όταν έπαιξε –επίσημα- για πρώτη φορά σε αγγλικό έδαφος, στο Bag O’Nails, εμφάνιση προγραμματισμένη από τον Chandler, αποφασίζει, έτσι, για πλάκα, να παίξει το ένα σόλο μετά το άλλο. Όσοι βρίσκονταν εκεί, έμοιαζαν με μικρά παιδιά που έτυχε να παρακολουθήσουν μια ταινία του Hitchcock. Υπήρχαν ανοιχτά στόματα και ταλαιπωρημένα μυαλά που προσπαθούσαν να επεξεργαστούν όσο το δυνατόν καλύτερα αυτό που έφτανε στα αφτιά τους. Μάταια. Όταν ο τύπος με τα blues κλείσει το πρόγραμμά του, θα επικρατήσει σιωπή νεκροταφείου. Ήταν το βράδυ που ο Mick Jagger, o Keith Richards, o Jeff Beck, ο Paul McCartney, o Eric Burdon και οι Who, θα σιγήσουν.
Δες τι είχαμε γράψει για τον Jim Morrison
Πριν εμφανιστεί στο Bag O’Nails, ο Αμερικανός κιθαρίστας με το περίεργο ντύσιμο, που πολλά ακούγονταν για εκείνον, θα βρεθεί απροσκάλεστος στο Regen Street Polytechnic και θα ζητήσει να παίξει με τους Cream. Κανείς δεν είχε τολμήσει μέχρι τότε να τζαμάρει με τους Cream του Eric Clapton. Ο Clapton ήταν ο Θεός, ποιος τα βάζει με τον Θεό; Εκείνος θα ανέβει στη σκηνή και θα παίξει με το δικό του τρόπο το κομμάτι «Killing Floor» του Howling' Wolf. Στη μέση του τραγουδιού, ο Clapton θα κατέβει τσαντισμένος και θα πάει στα παρασκήνια. Ο Chas Chandler, θα τον πλησιάσει για να τον ρωτήσει τι συνέβη. Καπνίζοντας νευρικά, ο Clapton θα τον κοιτάξει και θα πει: «Δεν μου είπες ποτέ πως ήταν τόσο καλός». Ο Jimi Hendrix, σε μόλις 27 χρόνια ζωής και πολλά λιγότερα χρόνια μουσικής καριέρας, κατάφερε να ξεπεράσει κατά πολύ το «you never told me he was so fucking good» του Clapton και μείνει στην ιστορία ως ο καλύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών.