Στην πρώτη άνοιξη του ελληνικού μπάσκετ, το 1987, το δίλλημα ήταν Γκάλης ή Γιαννάκης. Βλέπεις στην Ελλάδα, άμα δεν φαγωνόμαστε, δεν ζούμε. Οπότε, κάτι αυτό το κακό χούι που έχουμε και κάτι η ίντριγκα που είχαν ο Νικ και ο «δράκος», δεν ήθελε και πολύ για να ΠΡΕΠΕΙ σώνει και καλά να διαλέξουμε. Στην αρχή έλεγα «Γκάλης». Γιατί ένιωθα ότι αυτά που έκανε ο «κοντός» ήταν εξωγήινα. Μου φαίνονταν όλα πολύ παράξενα με αυτόν τον τύπο. Μέχρι και ότι φόραγε χαμηλό παπούτσι (PONY μάλιστα…) την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν μποτάκια (κι όχι PONY…).
Όταν άρχισα να… ψιλομυρίζω κάτι από μπάσκετ, η απάντηση σε αυτό το δίλλημα «κλείδωσε»: Φάνης. Ναι, Φάνης! Αυτός που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 54 χρόνια. Αυτός που είχε κανόνα ζωής «το εμείς κάτω από το εγώ». Αυτός που έμεινε στον Πανιώνιο επειδή έτσι γούσταρε. Και αυτός, εν τέλει, που μας έμαθε ότι το μπάσκετ δεν είναι μόνο… καλάθια, πόντοι. Είναι και ριμπάουντ και κλεψίματα και ασίστ αλλά και άλλα που δεν γράφονται καν στη στατιστική. Όπως το να καλύπτεις τον συμπαίκτη σου στην άμυνα, να κάνεις σκριν για να πάρει σωστά την μπάλα ο άλλος, να κινείσαι έξυπνα για να ανοίγεις τον χώρο στον εκάστοτε… Γκάλη. Ο Φάνης Χριστοδούλου, είναι ο ορισμός της λέξης «αλτρουισμός».Ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης στην Ιστορία του ελληνικού μπάσκετ μαζί με τον Δημήτρη Διαμαντίδη.
Απλά επειδή προηγήθηκε του Μήτσου, είναι αυτός που ουσιαστικά μας έμαθε το μπάσκετ! Κι αυτός επίσης που δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του για κανέναν και για τίποτα. Κάποιες φορές μάλιστα… ξέφευγε κιόλας, με αποκορύφωμα όταν πήγε να πλακώσει στο ξύλο τον Γιάννη Ιωαννίδη, σε ένα ματς Παναθηναϊκός-ΑΕΚ επειδή -όπως είπε αργότερα σε συνέντευξη του- ένιωθε ότι ο τότε ο Θεσσαλονικιός προπονητής του «έκλεβε τον ιδρώτα». Ο Φάνης που δεν έκανε πίσω ποτέ. Ούτε με το τσιγάρο, ούτε με τις μηχανές, ούτε με το καλό φαγητό. Κι ας ήξερε ότι αν έκανε καλύτερη ζωή, θα έπαιζε για πλάκα στο ΝΒΑ. Για πλάκα!
Ο Φάνης, η «Φανάρα» όπως τον έλεγαν οι αγαπημένοι του «Πάνθηρες» που φορτώθηκε στην πλάτη του έναν ολόκληρο Σύλλογο, μια ολόκληρη συνοικία και τα όνειρα των παιδιών που επειδή δεν μπορούσαν να βάλουν 30 πόντους σε κάθε ματς, πίστευαν ότι δεν είχαν θέση στο μπάσκετ. Ο Φάνης ήταν το ζωντανό παράδειγμα ότι μπορούσαν. Ένας τύπος που όχι 30, αλλά όσους πόντους ήθελε μπορούσε να βάζει κάθε βράδυ… Αλλά θυσιαζόταν για να λειτουργεί καλά η ομάδα. Αυτό ήταν ο Φάνης. Η θυσία προσωποποιημένη. Κι αυτό είναι που μας έχει λείψει σαν χώρα… Το αίσθημα της θυσίας. Αυτό που σβήνει όσο περνούν τα χρόνια και φεύγουν για την απάνω γειτονιά οι γενιές του πολέμου.
Οι γενιές που μεγάλωσαν τα παιδιά τους με μια φέτα ψωμί με πελτέ. Γι΄αυτό σου λέω… Ο Φάνης ήταν/είναι πολλά περισσότερα από ένας σπουδαίος, μεγάλος, κορυφαίος μπασκετμπωλίστας. Ήταν/είναι πρότυπο. Κι ας ήταν το δίλλημα «Γκάλης ή Γιαννάκης;». Φάνης. Φάνης και ξερό ψωμί.