Δύο ηχηρά «αν» βροντούν στα αυτιά μου κάθε φορά που η TV παίζει κάποια ταινία του Μουστάκα. Πολλώ δε, σήμερα, που συμπληρώνονται 12 χρόνια από την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή, παραδομένος, μετά από έναν ανηλεή πόλεμο, στην επάρατη νόσο. Στον οποίο, όμως, πάλεψε μέχρις εσχάτων, επιστρατεύοντας το μοναδικό, άφθαρτο από τον χρόνο, όπλο που είχε πάνω του: Το χαμόγελό του.
Μαζί και το γέλιο που σκόρπιζε γύρω του. Κρατώντας πάντα ψηλά την σημαία του άκρατου πάθους στο οποίο ήταν ταγμένος, μα ποτέ υποταγμένος: Την υποκριτική. Μέχρι η αρρώστια του σώματος να νικήσει την αρρώστια του για το σανίδι, το οποίο εγκατέλειψε λίγο πριν καταλήξει, ο Σωτήρης Μουστάκας υπηρέτησε και προστάτευσε τρεις βασικούς ρόλους που σημάδεψαν τη ζωή του, (με) τους οποίους δεν υποδύθηκε, αλλά ταυτίστηκε: Του ηθοποιού, του πατέρα και του συζύγου.
Δύο «αν», αντικρουόμενα ως προς το αίτιο, το αιτιατό και τον χρόνο
Ένα κείμενο για την επέτειο 12 ετών από τον θάνατο του Σωτήρη Μουστάκα δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει πολιτικές προεκτάσεις. Κι ας ήταν ένα άκρως και εμπράκτως πολιτικοποιημένο άτομο (αγωνιστής της ΕΟΚΑ), το οποίο μάλιστα πλήρωσε με φυλάκιση την δράση του . Όχι σαν τους γιαλαντζί επαναστάτες της εποχής.
Από τις 4 Ιουνίου του 2007 μέχρι τις 4 Ιουνίου του 2019, τα χρόνια που μεσολάβησαν, η Ελλάδα φόρεσε πολλά προσωπεία. Περισσότερα κι από αυτά ενός ηθοποιού. Το πρώτο «αν», λοιπόν, πηγάζει από την αγάπη που είχε ο Μουστάκας για την χώρα στην οποία μπήκε από την κλειδαρότρυπα με πλαστό διαβατήριο, για να βρει μία ανοιχτή πόρτα στον χώρο που υπηρέτησε για τέσσερις δεκαετίες, ξεκινώντας από έναν μικρό ρόλο στην «Χαραυγή» του Μπόγρη το 1961 και να φτάσει να δεχτεί πρόταση από το Χόλιγουντ και τη Fox....
Πώς μπορεί να νιώθει, λοιπόν, για την Ελλάδα του σήμερα ένας άνθρωπος που απαίτησε να ταφεί κάτω από την γαλανόλευση σημαία; Ένας άνθρωπος που ζήτησε να συμμετάσχει αφιλοκερδώς στο «Ελ Γκρέκο» και που παρακάλεσε να μην του κόψουν την ατάκα που, ως «Τισιάνο», έλεγε στο έργο: «αυτός ο πίνακας είναι ελληνικός»; Θλίψη, οργή, ντροπή, πίκρα; Μάλλον γέλιο, μιας κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ήρθε στον κόσμο μας. Εμείς γελάγαμε με τον Σωτήρη. Τώρα ο Σωτήρης γελά με εμάς.
Το δεύτερο και ακόμα πιο σημαντικό «αν» γύρω από τον απλό, αυθεντικό, πάντα ταπεινό, αλλά και «μυστηριώδη» τύπο, προέρχεται από την εποχή την οποία υπηρέτησε, το ταβάνι που έπιασε και τα φτερά που ποτέ δεν άνοιξε.
Είναι απορίας άξιο: Πώς ένα μικρό παιδί που είχε τα «φρύδια» να μπει στο καμαρίνι του Σταυρίδη για να αρπάξει την ευκαιρία, πώς ένας πεισματάρης νέος που είχε την υπομονή, την αντοχή και το στομάχι να δώσει δεύτερη φορά εξετάσεις για να μπει στη Δραματική Σχολή, να δουλέψει ως γκαρσόνι για τα «προς το ζην», να καταπιεί την σκληρή κριτική και τα «δεν κάνεις», και συνάμα να περάσει και στην ΑΣΟΕΕ για χατήρι των γονιών του, δήλωνε απερίφραστα πως «δεν είμαι φιλόδοξος άνθρωπος»;
Έφταιγε το «ΤΕΛΟΣ» του κινηματογράφου που φαρδιά πλατιά έβαλε η ακμάζουσα -μέχρι τότε- «Φίνος Φιλμ» όταν ο Σωτήρης Μουστάκας έκανε τα πρώτα του βήματα στο σανίδι; Έφταιγε η συστολή του ίδιου ; Ένα είναι βέβαιο και αδιαμφισβήτητο. Ακόμη κι αν είναι υποθετικό. Ότι αν είχε γεννηθεί 20-30 χρόνια νωρίτερα, ο Σωτήρης Μουστάκας είχε δικαιωματικά μία θέση ανάμεσα στα πιο λαμπρά αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου.
Ναι, ο Μουστάκας έγινε η σφραγίδα έξω από κάθε βιντεοκασέτα και ταινιοθήκη μας. Ναι, ήταν ο μεγαλύτερος ίσως εκπρόσωπος της εποχής των 80s και 90s (μαζί με τον Στάθη Ψάλτη). Ή μάλλον, ήταν η ίδια η εποχή. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Πιο σωστά, δεν ήταν μόνο για αυτό. Ήταν για πολλά παραπάνω. Ήταν πολλά παραπάνω από τις βιντεοκασέτες που γέμισαν (με γέλιο) τα σπίτια μας. Ένας ηθοποιός που ερμηνεύει με την ίδια άνεση Σαίξπηρ και Αισχύλο στο σανίδι, που «κερδίζει» σκηνοθέτες και παραγωγούς μέσα από τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, τον «Ασυλλόγιστο» του Μολιέρου και τον «Αλέξη Ζορμπά», ενώ πιάνει αστραπιαία και αποδίδει υποδειγματικά το πνεύμα της εποχής με τον «Νομοταγή Πολίτη» (στη δύση της Φίνος), δεν μπορεί να μνημονεύεται μόνο ως ο «Ροζ γάτος» ή ο πατέρας της επιθεώρησης.
Όσο κι αν λατρεύτηκαν, όσο μεγάλες παρακαταθήκες κι αν έμειναν. Όσο κι αν γελάσαμε, δεν ξεγελιόμαστε. Σωτήρη είσαι οι βιντεοκασέτες μας, αλλά είσαι και κάτι παραπάνω από αυτές.