Όταν μιλάμε για Ευρωπαίους που έκαναν καριέρα στο ΝΒΑ στο μυαλό μας έρχονται ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο Ντιρκ Νοβίτσκι, ο Πάου Γκασόλ ή ο Σαρούνας Μαρσουλιόνις. Πάντα όμως αμελούμε ένα όνομα σπουδαίο, ακόμα και αν δεν το θέλουμε πραγματικά. Όχι επειδή δεν έκανε τη διαφορά –κάθε άλλο- αλλά επειδή δεν άγγιξε την προσωπική του τελειότητα. Ναι, αυτός είναι ο ξεχωριστός γίγαντας του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο Αρβίντας Σαμπόνις.
Ένας «τοίχος» κανονικός γύρω στα 221 εκατοστά που σκέπαζε κάθε καλάθι και προκαλούσε τρόμο στο διάβα του. Δεν ήταν όμως ένας συνηθισμένος ψηλός που απλώς παίζει μέσα στο καλάθι, μαζεύει «σκουπίδια» και ποστάρει. Ο τύπος έπαιζε σαν περιφερειακός, σούταρε άνετα έξω από την γραμμή τριπόντου και μοίραζε παιχνίδι καλύτερα από κάθε πλέι μέικερ της εποχής του. Ένας παίκτης που άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι ψηλοί, υποχρεώνοντας ακόμα και τους Αμερικανούς να προσαρμόσουν τον τρόπο προπόνησης.
Ένα όνομα τεράστιο με βαρύγδουπη αξία. Δύο λέξεις -Αρβίντας και Σαμπόνις- που σου προκαλούν σεβασμό και δέος, όπως νιώθει κανείς άλλωστε μόλις αντικρίσει έναν γίγαντα 221 εκατοστών. Είτε τον έζησες στα χρόνια που μεσουρανούσε τις δεκαετίες του ’80 και ’90, είτε σαν μια απλή μα χαρακτηριστική ανάμνηση από τα βιντεάκια που τσέκαρες στο YouTube. Εγώ προσωπικά τον γνώρισα... στα Πατήσια το 2004.
«Ο Μπατίστ δεν μπορεί να κοντράρει τον μεγάλο Σαμπόνις…»
Την παραπάνω φράση την άκουσα τόσες και τόσες φορές εκείνο το βράδυ. Το ημερολόγιο έδειχνε 08/01/2004 και ο Παναθηναϊκός έπαιζε στο Κλειστό του Σπόρτινγκ κόντρα στη Ζαλγκίρις Κάουνας. Εγώ τότε βρισκόμουν για κάποιο λόγο τιμωρία από τον μπαμπά, κάτι που δεν με εμπόδισε ωστόσο να είμαι συντονισμένος με τα Πατήσια, κουκουλωμένος στο κρεβάτι με το ραδιοφωνάκι κολλημένο στο αυτί.
Κόντευα να χάσω τον ύπνο μου καθώς άκουγα με αγωνία ότι ο Μπατίστ, ο Λάκοβιτς και ο Χατζηβρέττας περνούσαν τα πάνδεινα από κάποιον «τεράστιο Σαμπόνις». Τα «δεν σταματιέται ο Σαμπόνις» και ο «Ομπράντοβιτς βάζει Μπατίστ και Τσαρτσαρή πάνω στο θηρίο» ήταν ατάκες που ακόμα και σήμερα ηχούν στα αυτιά μου.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν ήταν η καλύτερη εισαγωγή για να μάθω τον σπουδαίο Λιθουανό. Ακόμα και αν ήταν η τελευταία σεζόν της καριέρας του και ήρθε να κάνει το κομμάτι του στη Euroleague σε ηλικία 39 ετών. Από τότε τον μελέτησα, τον έμαθα απ’ έξω και ανακατωτά. Έμαθα για τα ευρωπαϊκά γήπεδα στα οποία έκανε την «πλάκα» του, για τον Ιωαννίδη που τον απέρριψε από τον Ολυμπιακό λόγω τραυματισμών(!), η κάτι από θρησκευτική λατρεία που γνωρίζει το πρόσωπό του στη χώρα του, τη Λιθουανία, για τη θητεία στο ΝΒΑ και τα δύο μεγάλα προσωνύμια που του έχουν δώσει: το «What if» και το «Θαύμα της Φύσης».
To καταραμένο «What if…»
Νομίζω πως είναι οι δύο λέξεις (στα ελληνικά τέσσερις) που έχουν συνοδέψει τα περισσότερα κείμενα που έχουν γραφτεί για αυτόν. Αυτό το «Τι θα γινόταν αν» είχε παίξει στο ΝΒΑ πολύ πριν πατήσει τα 30 του. Ο θρυλικός Πάτρικ Γιούιν άλλωστε είχε πει για αυτόν: «Αν είχε έλθει νωρίτερα στο ΝΒΑ, θα μας είχε κατατροπώσει».
Ίσως και να είχε δίκιο. Πολλοί θεωρούν πως με το αμερικανικό σύστημα υγείας, τη συνεχή παρακολούθηση από τους γιατρούς και τις κατευθύνσεις των γυμναστών θα είχε γλιτώσει τις δυο εγχειρήσεις στους αχίλλειους τένοντες, τα προβλήματα στο γόνατο και τη μέση που τον ανάγκαζαν να έχει «ερωτική» σχέση με τα κρεβάτια του πόνου.
Παρόλα αυτά όταν του έδωσαν πρόγραμμα συστηματικής εκγύμνασης για να αυξήσει τον όγκο του εκείνος τους απάντησε σκωπτικά: «το μπάσκετ δεν είναι σούμο». Όταν, λοιπόν, το μεγάλο βήμα για το ΝΒΑ έγινε πραγματικότητα στα 31 του χρόνια για λογαριασμό των Πόρτλαντ Τρεϊλμπλέιζερς ο γιατρός της ομάδας είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου: «η ακτινογραφία του θα αρκούσε για να του δώσει μια θέση αναπήρων στο πάρκινγκ».
Τελικά έμεινε για 7 ολόκληρα χρόνια στον «μαγικό κόσμο», έκανε όσα μπορούσε βάσει των προβλημάτων του, αποτελώντας ένα τρομερό όπλο στη φαρέτρα των περίφημων «Jail-Blazers» της εποχής.
Από το 1995 μέχρι και το 2003 όταν και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ευρώπη σκόραρε κατά μ.ο. 12 πόντους, είχε 7 ριμπάουντ και 2 ασίστ. Μπορεί να μην προσεγγίζουν στο μισό το ταβάνι των ικανοτήτων του, ωστόσο ακόμα και έτσι απέδειξε ότι μπορούσε να κάνει τη διαφορά.
Ποιο «Θαύμα της φύσης»;
Ακούγεται σαν να θέλω να τον μειώσω αλλά δεν είναι έτσι. Και ποιος δεν θα ήθελε να τον λένε άλλωστε «θαύμα της φύσης». Έχω όμως τις ενστάσεις μου και εξηγούμαι.
Θαύμα της φύσης είναι ο Στόγιαν Βράνκοβιτς. Μπορούσε να σε κόψει στο τρίποντο ακόμα και αν εκείνος βρισκόταν μεταξύ τελικής γραμμής και εκείνης των βολών.
Θαύμα της φύσης είναι ο Λεμπρόν Τζέιμς που με τέτοιο κορμί κανείς δεν μπορεί να τον ματσάρει σε άμυνα και επίθεση.
Θαύμα της φύσης είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο που ξεκινάει τα βήματα λίγο μετά το κέντρο και με τα τεράστια άκρα του φτάνει να καρφώσει.
Koινός παρονομαστής όλων των Θαυμάτων της Φύσης: Το κορμί.
Ο Σαμπόνις ήταν μεν 2,21 και κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν μπόρεσε να παίξει σαν να ήταν περιφερειακός, ωστόσο σε αντίθεση με τους παραπάνω κύριους το σώμα του ήταν μια ταυτόχρονη ευχή και κατάρα. Από ένα σημείο και έπειτα, όταν οι τραυματισμοί τον κρατούσαν περισσότερο στα πιτς, τα 221 εκατοστά από όπλο μετατράπηκαν σε τροχοπέδη. Ο ίδιος ωστόσο συνέχισε να παίζει χρησιμοποιώντας κάτι πολύ σημαντικότερο από το θεόρατο κορμί του. Κάτι με το οποίο μπορούσε να ξεπερνά τους πόνους και να κάνει «παπάδες» σε άμυνα και επίθεση.Την μπασκετική του ευφυΐα.
«Αρβίντας Ρομάς Σαμπόνις» λοιπόν, όπως είναι το πλήρες όνομά του: Τρεις λέξεις που χωρούν σχεδόν ολόκληρο το αλφάβητο, ένα όνομα με τεράστια βαρύτητα όπως και τα κατορθώματά του.
Μεγαλύτερό εξ αυτών; Όχι οι άπειροι τίτλοι (από Euroleague, Mundobasket μέχρι τους ατομικούς «Mr. Europa», ένας εκ των «50 Κορυφαίων στην ιστορία της FIBA» και το «Hall of Fame» του ΝΒΑ). Ούτε τα τόσα χρόνια προσφοράς στο μπάσκετ, αλλά το γεγονός ότι έκανε μια φράση βαριά όπως το «Θαύμα της Φύσης» να ακούγεται λιγότερο φανταχτερή.
Διότι ο Λιθουανός γίγαντας, που σήμερα έκλεισε τα 57 χρόνια του είναι πολλά παραπάνω από τον πρώτο μπασκετικό γίγαντα που γνώρισαν τα μάτια των 30 plus μπασκετόφιλων...
Πέραν των παραπάνω συγκεντρώσαμε ως ένα μικρό BONUS oρισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία από τη ζωή του και στα παρουσιάζουμε στο παρακάτω άλμπουμ: