«Εγώ πήγα στο μαγαζί για την μουσική»
Μια συντάκτρια γράφει για την αμήχανη στιγμή που εξομολογούμαστε την βραδιά σε strip club.
Μια συντάκτρια γράφει για την αμήχανη στιγμή που εξομολογούμαστε την βραδιά σε strip club.
Αναρωτιέμαι, φίλε μου, πόσο άμαθος είσαι στο αλκοόλ και η μπυρίτσα που θα έπινες με τα παιδιά (γιατί «να μωρέ, έχουμε καιρό να τα πούμε»), Παρασκευή βράδυ μετά τη δουλειά, σε έφερε ξημέρωμα Σαββάτου, κάπου μεταξύ 2.00 με 3.00 το πρωί, λιώμα σε γκρεμό, συγκεκριμένα στο κατώφλι ισόγειου και ιστορικού στριπτιτζάδικου χαμηλά στη Λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος της Νέας Σμύρνης.
Άντρας είσαι φίλε μου και το κέφι σου θα κάνεις, το ξέρω αυτό, αλλά όταν ψάχνω το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου σου για το cd των Thievery Cooperation και βρίσκω τρία κουπόνια για «PRIVE ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΤΟ 10 ΕΥΡΩ», μην περιμένεις να πειστώ με τη δικαιολογία ότι στα «έσπρωξε» με το ζόρι το παιδί στο φανάρι και εσύ, για να τον βοηθήσεις να τα ξεφορτωθεί, είπες να τα κρατήσεις, βαθιά στο ντουλαπάκι του αυτοκίνητου.
Όταν «ξετρύπωσα» τα καταχωνιασμένα κουπόνια και λίγο πριν εκείνος εφεύρει το λογύδριο που θα τον έβγαζε από την αμήχανη θέση, κοίταξα με απορία τον κατά γενική ομολογία nerd πολιτικό μηχανικό που καθόταν στη διπλανή θέση, αυτή του οδηγού. Αυτόματα τον έκανα εικόνα καθισμένο και ιδρωμένο σε έναν φθαρμένο βελούδινο καναπέ, με το πουκάμισο ανοιχτό μέχρι τον αφαλό, ένα ύφος Γιώργου «πολλά βαρύ» Φούντα, ενώ περιτριγυριζόταν από ξέβυζες μελαχρινές και ξανθές αιθέριες καλλονές του πρώην ανατολικού μπλοκ, που έτριβαν το δασύτριχο στήθος του ενώ κουνιόντουσαν νωχελικά και λάγνα ανάμεσα στα μπούτια του, υπό τους ρυθμούς ενός κομματιού που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται σε ερωτική συλλογή του Compact Disc Club. Ανάσα δεν πήρα από το κακό μου. Εμείς στο φινάλε, ρε φίλε, βυζιά δεν έχουμε; Και τα μαθήματα Zumba τι τα πληρώνουμε; Τσάμπα όλα δηλαδή;
Για κάποιο λόγο που δεν θα καταφέρω ποτέ να διευκρινίσω, από τους άντρες που έτυχε στο παρελθόν να μου αφηγηθούν την επίσκεψή τους σε κάποιο ανάλογο κέντρο διασκέδασης -χωρίς να χρειαστεί πρώτα να ανακαλύψω κάποιο εκπτωτικό κουπόνι από το συγκεκριμένο κέντρο στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου τους, οι περισσότεροι είχαν βρεθεί εκεί ως… διά μαγείας, παρά τη θέλησή τους, το ίδιο φυσικά και ο nerd πολιτικός μηχανικός. Όλοι ανεξαιρέτως, άρχισαν να το σκέφτονται σαν ενδεχόμενο και οδηγήθηκαν εκεί μετά από προτροπή κάποιου άλλου μέλους της παρέας. «Και εκεί που τα λέγαμε για το νέο αμάξι του Γιώργου, πετιέται ο Χρήστος και αρχίζει να λέει κάτι για ένα στριπτιτζάδικο. Εγώ ήμουν ήδη “κομμάτια”, αλλά άρχισαν την καζούρα ότι “τρώω” παντόφλα, ότι χαλάω την παρέα και είπα να ακολουθήσω. Ε, τι να ‘κανα ρε μωρό; Ήπια ένα ποτάκι στα γρήγορα, κάναμε λίγο χαβαλέ και μετά έσπασα». Κώστα ειλικρινά, γελάει μέχρι και ο ζόρικος πορτιέρης στην είσοδο.
Φίλε μου, είτε γουστάρεις να απολαύσεις τη μπύρα σου στο καφενείο του Λούη, είτε στο Moulin Blue (άστο… δεν παίζεις), μου είναι το ίδιο και το αυτό. Όχι μόνο για εμένα, αλλά όποιο κορίτσι και να ρωτήσεις εκεί έξω. Είναι τουλάχιστον νηπιακό να επιμένετε να αποποιείστε αυτό το guilty pleasure, με τη σκέψη ότι μπορεί να σας απορρίψουμε, να σχηματίσουμε κάποια «εσφαλμένη» εικόνα για εσάς ή ακόμη χειρότερα να σας κρατήσουμε μούτρα. Την επόμενη φορά που ο «Χρήστος» θα σε σύρει μέχρι τη Συγγρού, κάνε τον κόπο, κάτσε και μέτρα πόσα άτομα του αντίθετου φύλου βρίσκονται στα τριγύρω τραπέζια. Ναι φίλε μου, έχουμε πάει και εμείς -πιθανότατα και η κοπέλα σου- σε στριπτιτζάδικο. Ο αναμάρτητος υμών λοιπόν, πρώτος τον λίθον βαλέτω. Αν είσαι άντρας, τιμάς τα παντελόνια που φοράς και τον prive χορό που πλήρωσες, παραδέξου ότι όταν ο «Χρήστος» πρότεινε να κατηφορίσετε προς τα Νότια, μόνο τη σκούφια σου δεν πέταξες. Και αφού περνάς τόσο καλά με τους φίλους σου, γιατί δεν κάνεις το πείραμα να προτείνεις στη φίλη σου να πάτε μαζί την επόμενη φορά; (αναγκαίο κλείσιμο ματιού)
Πίσω στα δικά μας τώρα, με όσα κορίτσια το έχω συζητήσει δεν πέρασαν τόσο καλά ώστε να ξαναπάνε. Ούτε ζέστη, ούτε κρύο. Εγώ πάλι, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, και χωρίς να μπορώ να πω στα σίγουρα αν είναι ζήτημα φύλου, «μαγκώθηκα» από ένα αίσθημα λύπης. Προσπαθούσα μάταια να βρω το «fun» της υπόθεσης, αλλά το ποτό ήταν εξαιρετικά κακό, τα show στην καλύτερη ντεκαβλέ, η μουσική σαν να βρίσκεται στα decks «ο θείος που θα κάτσει με τη νεολαία» και κοιτώντας τριγύρω μου έβλεπα παντού γυναίκες με απίστευτες προοπτικές εξωτερικά, που χωρίς δεύτερη σκέψη θα μπορούσαν να κερδίσουν μία θέση στο ντεφιλέ της Victoria Secret. Αντ’ αυτού φίλε μου, χορεύουν για γλοιώδεις μπεκρήδες μεσήλικες με καράφλα (δεν έχω κάτι με τους καραφλούς αλλά ένεκα της αφήγησης) που συχνάζουν σε μαγαζιά τέτοιου τύπου. Δεν θέλω ούτε να ξέρω ποιος κακός άνεμος τις έφερε μέχρι εδώ, αλλά ούτε και να βάλω με το μυαλό μου πώς στα κομμάτια κυλάει η δική τους «κακή μέρα στη δουλειά».
Μόνο ένας κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και αυτός ήταν ο Τάκης. Λαρισαίος φίλος πολύ φίλου που έτυχε να βρεθούμε σε κοινή παρέα στις περσινές μου διακοπές (και στην πρώτη μου βόλτα σε στριπτιτζάδικο). Ο Τάκης και να ήθελε να «κρυφτεί» δεν μπορούσε. Με την είσοδό του στο μαγαζί, ο πορτιέρης φώναξε το όνομά του, τον αγκάλιασε και τον ρώτησε με -σχεδόν- πατρική στοργή: «Πού εξαφανίστηκες ρε ρεμάλι;». Είχαμε κάτσει στο τραπέζι, εγώ κοιτούσα αποσβολωμένη το πρωτόγνωρο περιβάλλον και σε μία προσπάθεια να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες μέχρι να αρχίσει το επόμενο act στη σκηνή, τον ρώτησα από πού ξέρει τον πορτιέρη. Μου απάντησε αποστομωτικά και με πηγαία ευθύτητα: «Παλιά, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, σχεδόν κάθε Σάββατο εδώ ήμουνα. Χρυσές εποχές!». Άρχισα να του κάνω ένα ατελείωτο «spam» ερωτήσεων για να μάθω περισσότερα. Εκεί που τα λέγαμε, μου ξεφούρνισε ότι ένα διάστημα είχε συνάψει και σχέση με μία από τις εντυπωσιακές κοπέλες που ανέβαιναν στη σκηνή, μέχρι που εκείνη γύρισε πίσω στη χώρα της. Τάκη, τιμής ένεκεν της δυσεύρετης ειλικρίνειας σου, το παραπάνω κείμενο είναι αφιερωμένο σε σένα ρε φίλε.