«Ο σωστός ο δρόμος είναι ο ανήφορος» έχει πει ο Καζαντζάκης. «Μη διαλέξεις έναν δρόμο χωρίς εμπόδια, γιατί πιθανότατα δεν οδηγεί πουθενά» υποστήριξε ο Αμερικανός πολιτικός Frank A. Clark ενώ ο Παντελής Βούλγαρης έγραψε ιστορία με την ταινία «Όλα είναι δρόμος». Εν τέλει για όλους τους προορισμούς υπάρχει ένα ξεχωριστό μονοπάτι, ανηφορικό ή όχι, με ή χωρίς εμπόδια, ένα πέρασμα θα που κάνει την διαδρομή σου ξεχωριστή. Και κάπου εδώ ταιριάζει τέλεια το ρητό «Σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός».
Στην δική μας περίπτωση βέβαια δεν υπήρχε προορισμός παρά μόνο δρόμος. Σαν να θες να πας από την Κηφισιά στο Ψυχικό αλλά έχω την εντύπωση πως το «μέσω Λαμίας» για πρώτη φορά είναι τόσο λίγο, θα ‘λεγα τιποτένιο μπροστά στα χιλιόμετρα που τελικώς διανύσαμε. Μη έχοντας τον χρόνο να λειτουργεί ως μέτρο πίεσης, ένα αρκετά καλό μπάτζετ στα πορτοφόλια και ένα αμάξι άδειο από χιλιόμετρα και ντίζελ κινητήρα, τρία άτομα αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή τρέλα. Να δώσουμε όρκο αντρικής τιμής, να επιβιβαστούμε στο αυτοκίνητο και να γυρίσουμε την Ευρώπη. Ο στόχος; Να ξεκινήσουμε από τα Βαλκάνια, ύστερα να κατευθυνθούμε βόρεια προκειμένου να φτάσουμε στις Σκανδιναβικές χώρες και ύστερα να αφήσουμε τον κατήφορο να μας οδηγήσει ξανά μέχρι την πατρίδα.
Όλα αυτά με μία μόλις διανυκτέρευση ανά χώρα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, με σκοπό να δούμε και να κάνουμε όσο πιο πολλά μπορούμε μέσα σε σύνολο 16 ημερών. Τελικώς καταναλώσαμε περίπου 368 λίτρα καυσίμων, 552 ευρώ σε βενζίνες και διόδια, 85-90 ώρες οδήγησης, διανύοντας συνολικά 8.034 km διαβαίνοντας σύνορα 8 διαφορετικών χωρών. Μερικές εξ αυτών μάλιστα μας άρεσαν τόσο που τις είδαμε και δύο φορές.
Μπορεί να μην ξέραμε ποια είναι η Ιθάκη μας, γνωρίζαμε τουλάχιστον ποια θα ήταν η πρώτη μας στάση. Χρειάστηκε όμως και λίγη θάλασσα για να γίνει η εκκίνηση.
Πρώτος σταθμός: Λιουμπλιάνα μέσω Ανκόνα
Δεν ξέρω πόσοι έχετε ταξιδέψει με προορισμό την πρωτεύουσα της Σλοβενίας, αλλά αν το αεροπλάνο δεν βρίσκεται στις επιλογές σας, το «μονοπάτι» μέσω της μίνι κρουαζιέρας Πάτρα - Ανκόνα είναι η καλύτερη λύση. Τι είναι προτιμότερο άλλωστε; Μια χαλαρή «βαρκάδα» μέσα σε καμπίνα –έστω για 23 ώρες- ή να πάρεις σβάρνα όλη την Ελλάδα και να περάσεις μέσα από τα Βαλκάνια για καμιά 20αριά ώρες;
Κάπως έτσι λοιπόν φόρτωσα το αμάξι κατά τις 16:30 στο πλοίο για Ανκόνα και το crew ήταν έτοιμο για Ιταλία. Καθώς διάβαινα τις πύλες του ferry boat μπορώ να πω πως είχα αρχίσει σταδιακά να συνειδητοποιώ ότι η αυριανή μέρα θα ήταν πραγματικά διαφορετική από τις υπόλοιπες.
Κανένα ξύπνημα από τα χαράματα και κλείσιμο στο γραφείο, κανένα τηλέφωνο για δουλειά παρά μόνο πρωινό στο καράβι και το πόδι καρφωμένο στο γκάζι.
Είχα καιρό να βρεθώ σε πλοίο για πάνω από 5 ώρες και ειδικά σε ένα καράβι άδειο –σαν το ξενοδοχείο της «Λάμψης» του Τζακ Νίκολσον ένα πράγμα- με μοναδικούς επιβάτες του εμένα και το crew, δυο-τρεις οικογένειες και αρκετούς οδηγούς φορτηγών από Ελλάδα (και εικάζω Βουλγαρία) οι οποίοι είχαν κάνει κατάληψη στην καντίνα και δεν σε άφηναν να πλησιάσεις αλλά ούτε και να σταυρώσεις λέξη καθώς με τις φωνές τους ξυπνούσαν και αρκούδα σε χειμερία νάρκη.
Αλλά χαλάλι. Τι νόημα έχει ένα ταξίδι χωρίς τις «μουτζούρες» του; Θα έχεις να τις λες στον κόσμο καλή ώρα όπως εγώ τώρα και θα γελάμε.
Το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα όπως μπορείς να δεις μας αποζημίωσε και με το παραπάνω.
Περίπου 23 ώρες αργότερα…
Με τον ύπνο να έχει γεμίσει για τα καλά τις μπαταρίες μας, το πλοίο προσάραξε επιτέλους στο λιμάνι της Ανκόνα. Ο προορισμός ήταν μεν η Σλοβενία και η Λιουμπλιάνα, αλλά με την παρέα σκεφτήκαμε μήπως αξίζει να πιούμε ένα καφέ στην ιταλική πόλη, έστω για να πούμε ότι την είδαμε και αυτήν.
Ωστόσο η μπόλικη αστυνομία και τα πολλά φορτηγά, ο μυστήριος κόσμος που μας κοίταζε λες και βροντοφώναζε «θα σας λιντσάρουμε» και κυρίως το απαγορευτικό κρύο, μας έκανε να προτιμήσουμε τη θαλπωρή του κλιματιστικού εντός αυτοκινήτου και την εκκίνηση ουσιαστικά του Eurotrip.
Λιουμπλιάνα ερχόμαστε
Μπορεί να ήμασταν σε ξένο έδαφος αλλά αισθανόμουν ότι έκανα το Αθήνα-Θεσσαλονίκη με τόσα διόδια που πληρώσαμε –μη με ρωτήσεις πόσα δώσαμε, το έχω ήδη σβήσει από τη μνήμη μου- και μέχρι να φτάσει η ώρα να πληρώσουμε τη βινιέτα (κάτι σαν by pass όλων των σλοβένικων διοδίων το οποίο πρέπει να έχεις κολλημένο στο παμπρίζ) κρύος ιδρώτας έλουζε το αμάξι. Σύντομα όμως θα αποζημιωνόμασταν.
Η Σλοβενία και κατ’ επέκταση η Λιουμπλιάνα μπορεί να μην είναι από τους λεγόμενους κλασικούς ταξιδιωτικούς προορισμούς, ωστόσο δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει άλλες πολυδιαφημισμένες βαλκανικές πόλεις όπως το Βελιγράδι ή το Ντουμπρόβνικ. Μπορεί να είχε αρκετό και τσουχτερό κρύο, ωστόσο οι δρόμοι της πόλης και οι πανύψηλοι Σλοβένοι σου έβγαζαν μια ιδιαίτερα θετική αύρα που έδιναν μεγαλύτερη αξία στη βόλτα μας.
Έχοντας μάλιστα αδειάσει άπειρα λόγω των διοδίων, το γεγονός ότι οι τιμές ήταν κάτι παραπάνω από εξαιρετικές μας γέμισε με ενθουσιασμό και το στομάχι με αρκετή μπύρα και κοτόπουλο πανέ. Αυτό που μας έκανε περισσότερη εντύπωση βέβαια ήταν ότι στο δρόμο συναντήσαμε πολλούς Ιταλούς, αλλά μετά από κουβέντα με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου, συνειδητοποιήσαμε ότι η Σλοβενία λειτουργεί για τους γείτονές μας, όπως για την Ελλάδα το βουλγαρικό Μπάνσκο. Ευκαιρία για φθηνό σκι.
Πολλοί μας ρώτησαν γιατί θέλαμε Λιουμπλιάνα και όχι Σπλιτ, Σόφια ή Βελιγράδι για πρώτο προορισμό ωστόσο σκοπός ήταν να μπορέσουμε να δούμε από κοντά, το χωριό Bled για το οποίο είχαμε μαγευτεί στο παρελθόν από ένα βιντεάκι στο Ratpack.
Για όσους δεν γνωρίζουν πρόκειται για ένα μέρος διαφορετικό, ένα χώρο πλασμένο από τα παραμύθια, με μια υπέροχη γαλάζια λίμνη να περικυκλώνει ένα γραφικό νησάκι και στο βάθος τις Άλπεις να αχνοφαίνονται.
Το παγωμένο (σχεδόν πάγος) νερό σε έκανε να σκέφτεσαι το πατινάζ αλλά αυτή η βγαλμένη από την πιο γλυκιά ιστορία, εικόνα μας οδηγούσε στη διαρκή σκέψη «μήπως να μείνουμε άλλο ένα βράδυ»;
Οδηγήσαμε λοιπόν μέχρι το ξενοδοχείο, μαζέψαμε πράγματα και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας.
Επόμενη στάση: Το be continued...