Με λένε Στέφανο. Δεν είχα ποτέ προβλήματα κοινωνικοποίησης. Είχα πάντα καλούς φίλους, από μικρό παιδί και ήμουν πάντα δίπλα τους, όπως και εκείνοι ήταν δίπλα μου. Στα καλά και τα άσχημα. Στις χαρές και τις λύπες. Η παρέα από το σχολείο, δεν «έσπασε» ποτέ – μείναμε φίλοι και όταν περάσαμε στο Πανεπιστήμιο – ακόμα κι αν περάσαμε σε διαφορετικές πόλεις – και όταν πήγαμε στρατό και όταν κάναμε σοβαρές σχέσεις. Τίποτα και ποτέ δεν μπήκε ανάμεσά μας, ούτε γυναίκες, ούτε λεφτά, ούτε ομάδες, ούτε άλλες παρέες. Ο ορισμός της αντρικής φιλίας.
Και πάντα, σχεδιάζαμε όλοι μαζί τα πλάνα των επόμενων εβδομάδων και των επόμενων μηνών. Ο Κώστας, ο Χρήστος, ο Σταύρος κι εγώ. Πάντα στο σπίτι του Κώστα, πίνοντας καφέ στη ροτόντα – «συνάντηση στρογγυλής τραπέζης» το λέγαμε. Για το πού θα πάμε διακοπές. Για το ποιος θα κλείσει τραπέζι στο κλαμπ. Για εκδρομή το Σαββατοκύριακο. Για μπασκετάκι. Όλα αποφασίζονταν σε μια συνάντηση κορυφής.
Τον τελευταίο καιρό όμως κάτι άρχισε να πηγαίνει στραβά… Πριν λίγες εβδομάδες που τους είπα να μαζευτούμε σπίτι μου – αγαπημένος τόπος συνάντησης για παιχνίδια, παρτάκια ή άραγμα για πίτσες και μπύρες, μια που μένω μόνος - για να δούμε playoffs Ευρωλίγκας, η μάζωξη αναβλήθηκε τελευταία στιγμή. Ο Κώστας ανέβασε πυρετό, ο Χρήστος έπρεπε να πάει τους γονείς του σε μια επίσκεψη, στον Σταύρο έκατσε ο κλήρος να κάτσει μέχρι αργά στο γραφείο. Δεν έδωσα σημασία. «Δεν πειράζει ρε παιδιά, την άλλη φορά, έχει τελικό Europa σε λίγες μέρες». Αλλά και στον τελικό Europa, «τσάκισε» πάλι. Αυτή τη φορά ο Χρήστος έπρεπε να πάει θέατρο με την κοπέλα του, «σόρι ρε συ, είχαμε βγάλει τα εισιτήρια δυο εβδομάδες πριν και δεν το θυμόμουν». Τον Κώστα τον επισκέφθηκε εκτάκτως ένας φίλος που ήρθε από Αγγλία και θα έμενε δυο μέρες Αθήνα και ο Σταύρος θα έλειπε εκτός Αθηνών. Κάπου άρχισα να μαγκώνομαι. «Δυο στα δυο; Τι γίνεται;».
Δεν θα έδινα ιδιαίτερη σημασία, αν δεν είχαν κάνει το «λάθος» να εμφανιστούν σε μια φωτογραφία που ανέβασε η κοπέλα του Κώστα και φαινόντουσαν όλοι από πίσω, μαζεμένοι στο σπίτι του, αραχτοί στον καναπέ, να βλέπουν μπάλα. Πάγωσα… Συγκάλεσα έκτακτη σύσκεψη κορυφής την άλλη μέρα στη «στρογγυλή τράπεζα». Ήταν όλοι αμίλητοι και σκεπτικοί. Τους κοίταξα στα μάτια και τους ρώτησα με σταθερή φωνή: «Θέλετε να μου πείτε τι έχει γίνει; Σας έκανα κάτι και με έχετε στην απ’ έξω;». Ο Σταύρος πήρε το λόγο και με αποφασιστικότητα, έβγαλε από μέσα του την Αλήθεια. «Άκου Στέφανε. Δεν ξέραμε πώς να σου το πούμε, αλλά υπάρχει πρόβλημα». Παύση. Αμηχανία. Αγωνία. «Έλεος ρε φίλε κάπου!», συνέχισε. «Είναι δυνατόν να μαζευόμαστε συνέχεια και να βλέπουμε μπάλες και μπάσκετ σε 32άρα τηλεόραση; Χάνουμε τη λεπτομέρεια στις φάσεις!» Αναστεναγμός ανακούφισης, ανακατεμένος με οργή και αγανάκτηση. «Και γιατί δεν λέτε τίποτα τόσο καιρό ρε σεις;», απάντησα. «Και τι να σου πούμε; Πήγαινε στο Κωτσόβολο και πάρε καινούργια τηλεόραση; Να σε βάλουμε στα έξοδα;».
Η συνάντηση τελείωσε με φωνές, χαβαλέ, γέλια και «φιλικά μπινελίκια».. Ενόψει Μουντιάλ, ο Κωτσόβολος έχει βγάλει μια «στρατιά» από τηλεοράσεις σε όλα τα μεγέθη, για όλα τα γούστα και σε ιδιαίτερα «μουντιαλικές» τιμές. 50άρα; 55άρα ίσως; Μμμμ, εδώ είμαστε.
Η ιστορία αυτή, έχει happy – ending, όπως όλες οι ωραίες ιστορίες «αγάπης»: Το σαλόνι μου πλέον κοσμεί μια ολοκαίνουργια 55άρα τηλεόραση φρόντισα να στείλω σε όλη την παρέα φωτογραφίες με τα «πειστήρια», για να ξέρουν τι τους περιμένει. Η «πρόβα τζενεράλε» έγινε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και έχω ήδη προκρατήσεις για τις 14 Ιουνίου και το εναρκτήριο παιχνίδι του Μουντιάλ, με οψιόν τη συνέχεια του Μουντιάλ (μέχρι όσο πάει). Έχω τσεκάρει ότι βλέπεις πολύ καλά από τον καναπέ. Το ίδιο καλά από την πολυθρόνα δίπλα από τον καναπέ. Ότι μιλάμε για τέτοια ευκρίνεια εικόνας, που βλέπεις εξίσου καλά από την τραπεζαρία, αν χρειαστεί να κάτσεις για να φας ή για να στρωθείς στο λάπτοπ για ένα γρήγορο στοιχηματάκι ή για να την «πεις» σε κάποιον στο ημίχρονο. Γενικά, τα τσέκαρα όλα.
Το σπίτι μου, το «Στέκι του Στέφανου», έγινε ξανά το «κέντρο του κόσμου», έγινε hot-spot, έγινε το μέρος που θα μαζευόμαστε για μπάλες, ταινίες, μπάσκετ, Eurovision, σε κάθε αφορμή, όποτε κάνει κέφι η παρέα. Όπως παλιά. Όπως πάντα. Όπως ακριβώς έπρεπε να είναι.