Στην ιεραρχία των αναμνήσεών κάθε άντρα, το πρώτο του αμάξι είναι ένα τσικ πιο ψηλά ακόμη και από αυτήν την ίδια την πρώτη του καψούρα. Αν σκεφτείς δε πως τα μυαλά μας έναν κάποιο χαοτικό χαρακτήρα τον έχουν, τότε μπορεί η κατάταξη αυτή να φαντάζει και λογική.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, είπαμε να γυρίσουμε το χρόνο πολύ πίσω (νταξ, κάποιοι όχι και τόσο πολύ) και να θυμηθούμε το αμάξι μας το πρώτο, το τίμιο, το εκ του πατρός εκπορευόμενο. Εκείνο που μας δόθηκε από τους πατεράδες μας για να κάνουμε τα πρώτα μας ατζαμίστικα χιλιόμετρα στην άσφαλτο.
Πάρε μια γεύση από όσα έχουμε να σου πούμε και πες μας στα σχόλια που ακολουθούν για το δικό σου πρώτο καμάρι.
Το Σοβιετικό κτήνος του Γιώργου Ρομπόλα
Η μάνα μου για κάποιον αδιανόητο λόγο είχε πιστέψει ότι όσο πιο «ατσάλινο» είναι ένα αμάξι τόσο πιο ασφαλής ο οδηγός του. Προφανώς είχε βασικές ελλείψεις στο μάθημα της Φυσικής, αφού αλλιώς θα καταλάβαινε ότι σε πιθανό τρακάρισμα με το Lada Niva, εκείνο δε θα πάθαινε τίποτα, από εσένα όμως δε θα έμενε ούτε κομματάκι, με το κουταλάκι θα μαζεύαν το κορμί σου. Έτσι η τύχη έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι και σε μένα: οι πρώτες μου οδηγικές εμπειρίες ήταν με αυτό. Κάτι δηλαδή σα να χάνεις την παρθενιά σου με αρκούδα. Δύο τόνοι απείθαρχου σίδερου, ικανό να στρίψει μόνο αν υπέγραφες υπεύθυνη δήλωση, είχε κάτι πλαστικές αεροτομές που το έκαναν να ακούγεται λες και είσαι μέσα στο διαστημόπλοιο Σογιούζ και πετούσες προς τη Σελήνη. Η αθάνατη Σοβιετική ποιότητα κατασκευής το έκανε πιο άβολο και από στρώμα φακίρη ενώ όταν έπιαναν οι ζέστες νόμιζες πως ο καβάλος σου βιώνει την πιο καυτή εμπειρία της ζωή του. Πραγματικά, τόση γυμναστική για τα χέρια, όση έκανα όταν προσπαθούσα να το παρκάρω στα Εξάρχεια, δεν έχω ξαναματακάνει στη ζωή μου. Το μόνο καλό που είχε ήταν ότι δεν έπαιζε να το σταματήσει κανένα, μα κανένα εμπόδιο. Τι να το κάνω όμως; Για καφέ ήθελα να πηγαίνω, όχι να παίζω στο Mad Max! Όταν το πουλήσαμε σε έναν κυνηγό, ένιωσα ανακούφιση -λες και δίναμε ένα γιγάντιο Ορκ που μας είχαν φορτώσει για κατοικίδιο, κι εκείνο μας ταλαιπωρούσε για περίπου μια δεκαετία.
Η κλασάτη μαούνα του Ντίνου Ρητινιώτη
Μια Mercedes Benz C180, μοντέλο του 1993. Θυμάμαι πως όταν την πρωτοπάρκαρε ο πατέρας μου στο σπίτι, οι γείτονες ψέλλιζαν κάτι για μια κατσίκα. Ωραίο αμάξι αναμφίβολα, φοβερό το εσωτερικό του. Όταν πρωτομπήκα μέσα ως δεκάχρονος έπαθα κοκομπλόκο με την αυτόματη ηλιοροφή και 8 χρόνια μετά που κάθισα για πρώτη φορά στη θέση του οδηγού (σημειωτέον, δεν είχα πιάσει ΠΟΤΕ στα χέρια μου τιμόνι προτού μπω στη Σχολή Οδηγών) έπαθα κάτι ανάλογο, αυτή τη φορά εξαιτίας των διαστάσεών του. Μαούνα από τις λίγες. Με πολύ φόβο και καθόλου πάθος, έμαθα σιγά σιγά να το κουμαντάρω και να το παίρνω στις πρώτες μου βόλτες. Είτε μόνος, είτε αναλαμβάνοντας το ρόλο του ταξιτζή για τους κολλητούς που δεν είχαν αμάξι, πάντα με τη στάμπα του βουτυρομπεμπέ που παίρνει το αμάξι του φραγκάτου πατέρα για να κάνει τη μόστρα του. Λεπτομέρεια: την Μερσεντές την πάρκαρα στη γειτονιά μου στο μεγαλοαστικό Αιγάλεω κάτω από το σπίτι μας που είναι 70 τετραγωνικά μαζί με μπαλκόνια και πεζοδρόμιο. Έβγαλα, που λέτε, τη θητεία μου ως νουμπάς αγρατζούνιστα. Είναι κι αυτό ένα κάποιο παράσημο. Η 24χρονη γριά, εκείνη που αν κλείσω τα μάτια μου θα μπορούσα να δω μονομιάς χίλιες ευχάριστες τανίες μικρού μήκους με την ίδια να πρωταγωνιστεί, ξεκουράζεται εδώ και κάνα δίμηνο κάτω από μια μουριά, ανήμπορη πλέον να κουνήσει. Αυτές τις μέρες βάλαμε αγγελία για να την πουλήσουμε για παλιοσίδερα. Μόλις προχθές, πέρασα από δίπλα της και όταν τη χάιδεψα ανεπαίσθητα, ένιωσα κόμπους, σφιξίματα κι ένα απρόσκλητο βούρκωμα. Μάλλον είμαι αλεργικός στις μουριές.
Ο Κώστας Χρήστου βασάνισε ένα Citroen Xantia
Στην οικογένεια, το φωνάζαμε χαϊδευτικά «Κτήνος». Και καλά κάναμε δηλαδή γιατί το Xantia δεν καταλάβαινε Χριστό από κάθε άποψη. Χώρια του ότι έμεινε 12 χρόνια στα χέρια μας και το μοναδικό που έπαθε ήταν μπαταρία, αντιμετωπίστηκε στα χέρια μου περισσότερο ως τανκ παρά σαν αυτοκίνητο. Ίσως έφταιγε ότι ήμουν άπειρος. Ή ότι ήμουν επιπόλαιος. Μπορεί να έφταιγε η μετάβαση από το Getz που οδηγούσα στη σχολή οδηγών, στο τανκ της Citroen. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα έμεινε ίδιο. Το Xantia καβάλησε πεζοδρόμια, έπεσε σε ό,τι λακκούβα υπήρχε στην Αθήνα και βγήκε ζωντανό και άθικτο από μικρό-συγκρούσεις με Mercedes, Peugeot και Alfa Romeo. Χώρια του ότι αποτέλεσε πολλάκις ερωτική φωλιά. Δεν ξέρω αν στάθηκα τυχερός που έμαθα να οδηγώ πάνω στο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά μπορώ να πω με σιγουριά πως αν το αμάξι είχε φωνή, το πρώτο πράγμα που θα μου έλεγε θα ήταν «Ρε ψηλούλη, δεν παίρνεις κάνα ποδήλατο;».
Με το Peugeot 309 έπαιξε μπάλα ο Χρήστος Μπαρούνης
Το αμάξι με το οποίο έμαθα να οδηγώ το είχαμε πάρει όταν ήμουν 4 χρονών και πήγαινα νηπιαγωγείο. Μπορεί να σας φαίνεται υπερβολικό, αλλά θυμάμαι από τότε τον εαυτό μου. Όπως και τη χαρά που πήρα όταν ήρθε να με πάρει το μεσημέρι ο πατέρας μου, με την αίσθηση του καινούριου να σχηματίζει ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ένα μπορντό Peugeot 309, με το οποίο ανδρώθηκα, ενηλικιώθηκα, έμαθα να οδηγώ, έγινα ραλίστας, έγινα κάγκουρας και έκανα ό,τι μαλακία μπορεί να φανταστεί το μυαλό σας. Το αμάξι για το οποίο ποτέ δεν ντράπηκα να το πάρω και να βγω ραντεβού με κοπέλα, το αμάξι με το οποίο πήγα την πρώτη βόλτα τους φίλους μου! Πέντε άτομα μέσα στο αμάξι, με έναν εκ των τριών πίσω, να κρατά το «Ν» και να το δείχνει σε όσους μας ακολουθούσαν μιας και αυτό δεν κολλούσε στο παρμπρίζ. Το αμάξι με το οποίο έκανα την πρώτη μου εκδρομή εκτός Αττικής και κυρίως έκανα… μπράτσα μιας και δεν είχε υδραυλικό τιμόνι. Με το συγκεκριμένο αυτοκίνητο έκανα μεν καγκουριές, μπαντιλίκια κι αηδίες, αλλά έμαθα να οδηγάω και μάλιστα σωστά, αποκομίζοντας ένα προνόμιο που βλέπω πολλούς να μην έχουν. Αίσθηση του χώρου. Βλέπετε, είχε αρκετό μήκος και πλάτος και ως νέος οδηγός έμαθα καλά να το κουμαντάρω σε στενούς χώρους. Πράγμα που κάνει το πολύ μικρό για μένα πλέον «Nissan Micra» που έχω να μοιάζει με αυτοκινητάκι από τα συγκρουόμενα. Το πραγματικό συγκρουόμενο βέβαια ήταν το Peugeot, το οποίο για να μάθω να ελέγχω έγδαρα δέντρα, έσπασα καθρέφτες (δικούς μου και άλλων) ξερίζωσα φυτά και πάτησα κανά-δυο πόδια περαστικών. Έμαθα όμως. Τώρα; Θεός σχωρέσ'το. Ευτυχώς όχι εμένα.