Τι ωραίο πράγμα που το Golden Hall βρίσκεται δίπλα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας; Για να μην παρεξηγηθώ δεν λέω ότι πας αρχικά για τα ψώνια σου και ύστερα φοράς τα διακριτικά της ομάδας σου και πετάγεσαι να δεις αγώνα στο γήπεδο, αλλά μια υπέροχη βόλτα γύρω από τη Στέγη Καλατράβα και γενικότερα τα πέριξ του Σταδίου προσφέρονται μια ωραία ηλιόλουστη μέρα παρέα με τους κολλητούς, ειδικά από τη στιγμή που ακριβώς δίπλα βρίσκεται ένα εμπορικό κέντρο όπως το Golden Hall. Ένα μέρος που μπορείς να εκμεταλλευτείς και με άλλους τρόπους περά από τα ψώνια σου.
Στην περίπτωσή μου, παρέα με το Βασίλη αποφασίσαμε να συνδυάζουμε την κάθε μας επίσκεψη στο Golden Hall μαζί με άσκηση. Βλέπεις πλησιάζουν οι γιορτές και αν είναι πέσουμε στους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα δίχως να είμαστε σε φόρμα, θα υποχρεωθούμε να κρατήσουμε κάβα για έξτρα παντελόνια και μπλούζες για μετά τις γιορτές. Για αυτό λοιπόν γραφτήκαμε στο γυμναστήριο ALTERLIFE όπου θα μπορούμε να κάνουμε τη γυμναστική μας, πριν κάνουμε τη βόλτα μας στα μαγαζιά.
Η γυμναστική όμως θέλει ζέσταμα
Και τι καλύτερο από αυθεντικό ζέσταμα σε εξωτερικό χώρο με τα ποδήλατά μας; Θα είμαι ειλικρινής, το ξεκινήσαμε περισσότερο γιατί δεν μας αρέσει ο διάδρομος στο γυμναστήριο, ωστόσο όπως αποδείχτηκε η βόλτα με το ποδήλατο στον προαύλιο χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου έχει τη δική του γοητεία και ηρεμία, καθώς και ζέσταμα κάνουμε και μπορούμε να πούμε τα δικά μας, πριν πέσουμε με τα μούτρα στην άσκηση.
Σήμερα λοιπόν, όπως και κάθε άλλη φορά φτάσαμε στη γέφυρα που ενώνει τις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις και το Golden Hall και αφού κλειδώσαμε τα ποδήλατά μας, ξεκινήσαμε για το ALTERLIFE.
Η αλήθεια είναι ότι είχε λίγο την ψύχρα του αλλά το γεγονός ότι φορούσαμε φούτερ σε συνδυασμό με τον έντονο ήλιο, είχαμε κάνει πραγματικά πολύ δυνατό ζέσταμα. Πλέον έπρεπε να δουλέψουμε και λίγο όγκο.
Όσο κάναμε βάρη και ασκήσεις ο Βασίλης μου έλεγε συνεχώς για ένα κοστούμι που ήθελε να πάρει από το μαγαζί «Vardas», ωστόσο εγώ για κάποιο λόγο το μυαλό μου το είχα στο φαγητό. Κάθε μου έλξη στον πάγκο, κάθε μου επανάληψη στους αλτήρες και ο νους ταξίδευε σε αυτό το υπέροχο Wagamama που βρισκόταν λίγους ορόφους πάνω από μένα.
«Κομμένοι» και εξαντλημένοι από την έντονη γυμναστική, στεγνώσαμε, πλυθήκαμε και αφού σκεφτήκαμε λίγο, αποφασίσαμε πως η επίσκεψή μας στο Golden Hall δεν θα περιοριζόταν μονάχα στο γυμναστήριο και στις σκέψεις για ένα κοστούμι ή για φαγητό. Τοποθετήσαμε τα backpack μας στην πλάτη και βάλαμε πλώρη για το κοστούμι του Βασίλη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα καταλήγαμε στο Wagamama.
Δεν ψώνισε μόνο εκείνος
Δεν ξέρω αν το shopping therapy είναι κολλητικό, σε μένα πάντως η επιθυμία της αγοράς δώρων και διαφόρων άλλων πραγμάτων ξύπνησε για τα καλά καθώς βαδίζαμε προς το μέρος που ήθελε ο Βασίλης.
«Δεν μπαίνουμε να ρίξουμε μια ματιά στο attica; Τόσα πράγματα έχει;» τον ρώτησα και εκείνος δεν δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει μαζί μου. Η αλήθεια είναι ότι το μετάνιωσε, καθώς δεν σταματήσαμε σε ένα μαγαζί αλλά σε αρκετά.
Τελικά με κέρδισε ένα τζάκετ στα Boss, το οποίο μάλιστα αγοράστηκε μετά από υπόδειξη του ίδιου του Βασίλη. Δεν ξέρω αν το έκανε επειδή έβλεπε ότι μου πήγαινε ή απλώς ήθελε να τελειώνουμε γρηγορότερα, η ουσία είναι ότι την πρώτη αγορά τελικά την έκανα εγώ.
Σου ακούγεται σαν άτυπος διαγωνισμός; Περίμενε να δεις πόσα πήραμε ακόμα μέχρι να φτάσουμε στο μαγαζί «Vardas». Και το λέω αυτό διότι μόλις βγήκαμε από το attica στο δεξί μας χέρι πέσαμε πάνω στα «Tommy Hilfiger» τα οποία τυχαίνει να είναι από τα αγαπημένα του φίλου μου.
Παρότι αρέσκεται σε polo t-shirts και διάφορα άλλα φούτερ, πρώτη φορά τον είδα να πέφτει με τα μούτρα πάνω σε μποτάκια. Με κοίταξε για να πάρει τη συμβουλή μου, αλλά είτε του έλεγα «ναι», είτε «όχι» δεν θα έκανε καμία διαφορά. Τα παπούτσια είχαν αγοραστεί ήδη από εκείνον (που λέει ο λόγος) πριν καν περάσει από το ταμείο.
Με τα πόδια να λυγίζουν –όχι από το βάρος της σακούλας αλλά - από το πιάσιμο λόγω της γυμναστικής, αρχίσαμε να περιφερόμαστε ουσιαστικά για χαλάρωμα στα πόδια μας, ωστόσο «κοκκαλώσαμε» έξω από το «Type Center» στο οποίο ο Βασίλης χωρίς να πει τίποτα μπήκε μέσα χωρίς δισταγμό.
Μπαίνοντας και εγώ μέσα, τον ρώτησα τι κάνουμε εδώ, με τον ίδιο να μου απαντάει πως «ψάχνω δώρο για τον πατέρα μου» και «νομίζω ένα ωραίο πορτοφόλι ή μια πέννα είναι ό,τι πρέπει» να είναι τα τελικά του λόγια. Μπορείς να του πεις «όχι» όταν ψάχνει δώρο για τον πατέρα του; Εννοείται πως όχι. Αφού κοιτάξαμε το μαγαζί, βλέποντας ωραία δερμάτινα backpacks και άλλα ποιοτικά είδη, το μάτι του έπεσε πάνω σε δύο προϊόντα της Mont Blanc.
Ένα πορτοφόλι και μια πέννα. Δεν μπορώ να ομολογήσω τι πήρε γιατί θα χαλάσω την έκπληξη, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα το χαρεί εκείνος που θα λάβει το πακέτο.
Κοντεύαμε στον «Vardas» ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είχε τελειώσει η βόλτα μας. Και αυτό γιατί στο δρόμο πέσαμε πάνω στο κατάστημα «Ermenegildo Zegna». Ένα φοβερό παπούτσι μου κέντρισε την περιέργεια, οπότε κάνοντας πιο γρήγορο βήμα, πήγα κατευθείαν προς την είσοδο του μαγαζιού.
Αφού το επεξεργάστηκα λίγο, είχα το άγχος αν το έχει στο νούμερό μου –σ.σ. φοράω 47 και 2/3 στο ευρωπαϊκό – και έχω χάσει ουκ ολίγες φορές παπούτσια επειδή δεν μου χωράνε. Μόλις ο υπεύθυνος με ενημέρωσε ότι υπάρχει στο νούμερό μου, το δοκίμασα και με συνοπτικές διαδικασίες το αγόρασα. Συνήθως θέλω να φοράω τα παπούτσια μου όταν τα αγοράζω αλλά αυτή τη φορά αποφάσισα να κάνω λίγο κράττει και να τα δοκιμάσω σε κάποια έξοδο.
Επόμενη στάση: Vardas
Μάλιστα, τα καταφέραμε επιτέλους. Θα έλεγα κανείς από τους δυο δεν το πίστευε ότι είχαμε φτάσει επιτέλους. Μέσα μου είχα βάλει στοίχημα ότι ο Βασίλης θα το είχε ξεχάσει τόσα πράγματα που είχαμε πάρει, ωστόσο ο άτιμος μια χαρά το θυμόταν.
Παρά την κούραση από τις πολλές επισκέψεις μας στα προηγούμενα μαγαζιά, η επιθυμία του να αποκτήσει ένα κοστούμι δημιούργησε έξτρα ενέργεια στον οργανισμό του, με αποτέλεσμα να εξερευνήσουμε κάθε σπιθαμή και γωνία του μαγαζιού. Και αφού είχαμε πλέον εικόνα για τα πάντα, ο φίλος απόκτησε το κοστούμι που του άρεσε. Η αλήθεια είναι ότι του πήγαινε πολύ του άτιμου.
Μετά όμως από μία γεμάτη μέρα με γυμναστική και αγορές από το Golden Hall, είχε φτάσει και η δική μου στιγμή. Το Wagamama με περίμενε. Με καλούσε, σε τέτοιο βαθμό που τα πόδια μου πήγαιναν αυτόματα προς τις κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν στο αγαπημένο εστιατόριο.
Για κάποιο λόγο δεν αφήνω κάποιον άλλον να αποφασίσει για μένα ως προς το μενού, ειδικά αν ξέρω τι θέλω. Παρόλα αυτά άφησα τον άτιμο το φίλο μου να πάρει πάνω του την παραγγελία και αν μου άρεσε θα κουβαλούσα τις σακούλες του στην επιστροφή με τα ποδήλατα.
Με την υπόσχεση ότι το μενού μου θα φέρνει σε Chicken Katsu Curry, περίμενα γεμάτος ενθουσιασμό το πιάτο να προσγειωθεί στο τραπέζι. Όταν αυτό ήρθε απλά τα δευτερόλεπτα περνούσαν τόσο γρήγορα. Δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Δεν είχαμε λόγο να μιλήσουμε πια μέχρι να αποτελειώσουμε ό,τι είχε σερβιριστεί μπροστά μας.
Μετά από 5-7 λεπτά τα πιάτα είχαν καθαρίσει, οι σερβιτόροι είχαν πάρει ήδη τα πιάτα μας για πλύσιμο και εμείς πραγματικά αναρρώναμε με την ποσότητα που είχαμε τοποθετήσει στον οργανισμό μας.
«Άξιζε;» με ρώτησε ο Βασίλης και εγώ του έγνεψα καταφατικά με στόμφο καθώς ένιωθα πραγματικά πως η αποθεραπεία του shopping therapy και το Wagamama μετά το ALTERLIFE ήταν όντως αυτό που χρειαζόμουν.
Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουν ασταμάτητα το δρόμο της επιστροφής μετά από τόσο φαγητό και τις σακούλες στο χέρι, αλλά ήμουν σίγουρος πως θα ήταν μια ευχάριστη επιστροφή. Άλλη μια αποθεραπεία, μετά την αποθεραπεία. Μπορείς να έχεις παράπονο μετά από τόσο γεμάτη βόλτα στο Golden Hall; Δύσκολο…