Κάθε επιστροφή στο σπίτι σε γεμίζει με χαρά και ανακούφιση. Είναι το μέρος όπου μετά από μια αποπνιχτική ημέρα στη δουλειά μπορείς επιτέλους να χαλαρώσεις, να βάλεις στην άκρη τα προβλήματα της καθημερινότητας και να απομονωθείς, εκτιμώντας παράλληλα την προσωρινή γαλήνη που σου προσφέρεται. Στην περίπτωση δε που χρειάστηκε να πάρεις από μικρός το δρόμο της ξενιτιάς, αυτόματα το σπίτι σου είναι η Ελλάδα και το πατρικό το καταφύγιό σου, όποτε θελήσεις να επιστρέψεις στους δικούς σου.
Δεν είναι ψέμα αυτό που λένε «σαν την Ελλάδα πουθενά», ακόμα και αν γνωρίζεις πως η παραμονή σου θα κρατήσει ελάχιστες μέρες πριν επιστρέψεις στην βιοπάλη του εξωτερικού. Και αυτό ισχύει για κάθε Έλληνα, ακόμα και αν επέλεξε να γυρίσει στην Ελλάδα του κορονοϊού, με όποιους περιορισμούς (καραντίνα) και αν συνεπάγεται αυτό. Ρωτήσαμε λοιπόν έναν Έλληνα φοιτητή, για το ταξίδι του από το Λονδίνο στην Ελλάδα και πραγματικά διαπιστώσαμε το πώς μια πτήση μπορεί να μετατραπεί σε μίνι Οδύσσεια.
Μας είπε λοιπόν...
Από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της χώρας, κύριος Boris Johnson αποφάσισε πως όλοι οι άνθρωποι στο Νησί είναι αναλώσιμοι, για όσους Έλληνες δεν έχουν δουλειά ή είναι φοιτητές και μπορούν να κάνουν μάθημα από Skype, η επιστροφή στην πατρίδα είναι μονόδρομος. Γενικότερα δεν λες και «όχι» στον καθαρό ουρανό της Ελλάδας, ακόμα και αν γνωρίζεις πως πρέπει να τον βλέπεις μονάχα από το τζάμι του σπιτιού. Περισσότερο όμως είναι τα μέτρα και η σοβαρότητα που έχει δείξει η κυβέρνηση για τον περιορισμό των συμπτωμάτων και την καταπολέμηση του ιού, σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο που η καθημερινότητα συνεχίζεται κανονικά.
Βλέποντας δε όλο τον κόσμο να κυκλοφορεί απτόητος στον δρόμο και όπως πάντα στην πένα δίχως να διακρίνω αρκετές μάσκες και γάντια, πέρα από ορισμένους Ασιάτες και Γερμανούς, σκεφτόσουν «πως υπάρχει σοβαρός λόγος να επιστρέψω στη χώρα μου. Εκεί όπου θα είμαι ασφαλής». Και για αυτό έτρεξα να βγάλω εισιτήριο, πριν μας κλείσουν εντελώς τα σύνορα.
Μετά από αρκετό άγχος και ταλαιπωρία κατάφερα να κλείσω εισιτήριο για την Τετάρτη, 18 Μαρτίου το απόγευμα με την πτήση μου να φτάνει περίπου 1 π.μ. στην Ελλάδα. Έτσι νόμιζα δηλαδή…
Ένιωσα σαν τον Tom Hanks
Όταν ο πολιτογραφημένος Έλληνας ηθοποιός του Hollywood, γινόταν… ναυαγός του αερoδρόμιο J.F.K. της Νέας Υόρκης -στην ταινία «The Terminal»-, δεν περίμενα ποτέ ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα. Ωστόσο με την άφιξή μου στο Heathrow και το άγχος στα μάτια των όσων βρίσκονταν γύρω μου, το μυριζόσουν από την ενέργεια ότι κάτι περίεργο θα συμβεί.
Είχα ακούσει ότι οι πτήσεις προς την υπόλοιπη Ευρώπη άρχισαν να μειώνονται δραματικά, αλλά από τη στιγμή που είχα εισιτήριο περίμενα ότι αργά ή γρήγορα θα επέβαινα στο αεροπλάνο και μετά από λίγες ώρες θα ήμουν στην καραντίνα του σπιτιού μου. Όλα αυτά μέχρι να δω την υπέροχη φωτεινή ένδειξη πλάι στην πτήση για Αθήνα, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα: CANCELLED.
Ένα μπούγιο από Έλληνες έτρεξε στο ταμείο της αεροπορικής και άρχισε να ρωτάει τι θα συμβεί, αλλά ο άνθρωπος το μόνο που μπορούσε να πει ήταν κάτι μεταξύ «excuse me» και «I have no idea». Με τα πολλά-πολλά βέβαια ο άνθρωπος μας έβαλε σε πτήση για το επόμενο πρωί στις 12 π.μ.
Δεν με ένοιαζε που ήμουν στο αεροδρόμιο, απλώς φόρεσα τη μασκούλα και τα γάντια μου, νιώθοντας τον ιδρώτα από το διπλό παντελόνι και τις τρεις μπλούζες που φορούσα –δεν είμαι υποχόνδριος, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε- και περίμενα να φτάσει η επόμενη μέρα. Αλλά μαντέψτε: Ούτε η επόμενη πτήση πραγματοποιήθηκε. Βέβαια αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένος καθώς είχα μάθει πως νωρίτερα ένα αεροπλάνο ήταν έτοιμο για απογείωση, αλλά με ένα τηλεφώνημα κατέβασαν όλους τους επιβάτες πίσω στο αεροδρόμιο. Γενικότερα ένα δράμα.
Το πιο τραγικό από όλα ωστόσο δεν ήταν ότι δεν γνώριζες αν θα φτάσεις στο σπίτι σου, αλλά τα πολλά αγχωμένα πρόσωπα των γύρω σου που ήταν στην ίδια κατάσταση με μένα. Και το χειρότερο; Ο συνωστισμός μεγάλωνε και οι πιθανότητες να κολλήσεις κορονοϊό, σίγουρα αυξάνονταν επικίνδυνα.
Το νέο booking έγινε για την Παρασκευή το πρωί. Μέχρι να φτάσω στο gate δεν περίμενα ότι θα πραγματοποιηθεί η πτήση επομένως δεν είχα βγάλει την οδοντόβουρτσα και τα αντισυπτικά μαντηλάκια από την τσέπη. Τελικώς η φωτεινή ένδειξη BOARDING δεν άλλαξε ποτέ και άρχισα να πιστεύω πως επιτέλους είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή. Ένα αεροπλάνο γεμάτο με Έλληνες ήταν έτοιμο για απογείωση. Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν επιτέλους στον αέρα. Ελλάδα σου ‘ρχομαι.
Δεν είμαι υποχόνδριος
Σας το είπα και πιο πάνω, αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά στην κοσμάρα τους. Άλλη όρεξη είχα δηλαδή εγώ να ταξιδεύω με την μάσκα στο στόμα, τα χέρια μέσα στα γάντια λες και ετοιμάζομαι για χειρουργείο και να μην μπορώ να ξύσω τη μούρη μου κάθε φορά που με πιάνει φαγούρα.
Αλλά μόνο και μόνο που έβλεπα στο αεροπλάνο σχεδόν κανείς να μην προστατεύεται ή να θέλει να προστατέψει τον διπλανό του με έκανε να αναρωτιέμαι αν είμαι υπερβολικός. Ωστόσο όταν είδα τη διπλανή μου να τρώει τα πατατάκια και μετά να γλείφει και τα δέκα δαχτυλά της άρχισα να κοιτάω γύρω-γύρω μπας και υπάρχει κάποια άδεια θέση –δυστυχώς δεν είχε-.
Όλα τα λεφτά ήταν η αντίδρασή της ωστόσο όταν μας ανακοίνωσε ο κυβερνήτης του αεροπλάνου ότι με την προσγείωση θα βάζαμε την υπογραφή μας σε ένα έγγραφο του Υπουργείου Υγείας, ότι πρέπει να μείνουμε σε καραντίνα για 14 ημέρες. Η τύπισσα άλλαξε 10 χρώματα, λες και την έστελναν πίσω στην Αγγλία.
Εμένα διόλου με στενοχώρησε αυτό. Ίσα-ίσα θα έκανα και ένα καλό, στην δύσκολη αυτή κατάσταση που περνά ο κόσμος που ζούμε. Αν έχω ένα παράπονο, είναι ότι τελικά δεν μας εξέτασαν στην επιστροφή μας –γιατί έτσι είχαν αφήσει να εννοηθεί-. Δεν θα γινόταν και τίποτα, λίγες ώρες παραπάνω θα καθόμασταν.
Όσο για μένα δεν θα έχω κανένα θέμα. Δυο βδομάδες μέσα στο δωμάτιο, οι αποσκευές μου ακόμα στον κήπο είναι και μιλάω με τον αδερφό μου στο τηλέφωνο και σας γράφει τα όσα έζησα.