Την ταινία το Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη όλοι την ξέρουμε και με τα χρόνια την έχουμε αγαπήσει. Ένα κομμάτι κλασικού ελληνικού κινηματογράφου πλέον. Τώρα με το μιούζικαλ όμως τα πράγματα έχουν προχωρήσει λίγο παραπάνω. Την μουσική και τους στίχους της παράστασης τα έχουν επιμεληθεί ο μουσικός και ηθοποιός Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος σαν ο μαέστρος κι ενορχηστρωτής πάνω στη σκηνή. Η αλήθεια είναι πως είχα ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως επρόκειτο για ένα μιούζικαλ. Όταν ο πρωταγωνιστής Γιάννης Αναστασάκης αρχίζει τις επαναληπτικές φράσεις, καθισμένος δίπλα από το πιάνο-γραφείο του, τότε αρχίζεις να θυμάσαι πως η όλη φάση θα έχει πολύ "φασαρία" και θόρυβο (με την καλή έννοια πάντα).
Bring the noise, λοιπόν!
«Σπιρτόκουτο»: Η ταινία που άνοιξε την ταφόπλακα της ελληνικής οικογένειας
Και κάπου εκεί κατάλαβα πως δεν επρόκειτο να ξεφύγω εύκολα από αυτή την παράσταση. Οι μουσικοί πάνω στη σκηνή βρίσκονταν πίσω, ο ντράμερ ήταν κλεισμένος μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, προφανώς για λόγους ακουστικής. Ο ήχος ήταν πραγματικά προσεγμένος.Αυτό που θα ήθελα είναι λίγο πιο δουλεμένα σκηνικά μιας και μου φάνηκαν κάπως "φτωχά" για μία τέτοια παραγωγή. Όταν το λιμπρέτο ξεκινάει τα αυτιά σου αρχίζουν να πάλλονται επικίνδυνα. Ο κόσμος δίπλα μου τρελαίνεται και μπαίνει αμέσως στο νόημα. Ναι εδώ δεν πρόκειται για την ταινία που κάποιος έχει μεταφέρει απλά στο σανίδι. Εδώ έχουμε ένα εντελώς ξεχωριστό πράγμα το οποίο βασίζεται στην ταινία. Η βάση του μιούζικαλ είναι ουσιαστικά η pop μουσική που βρίσκει κανείς στην Ελλάδα από το 1960 και μετά. Ο Νιάρρος και ο Λιβιτσάνος πήραν τις βάσεις και τις κλίμακες από γνωστά τραγούδια και τα προσάρμοσαν στο λιμπρέτο.
Οι ηθοποιοί κάνουν πραγματικά επική προσπάθεια πάνω στη σκηνή με τον γιο (Λουκά) να ξεχωρίζει κατά την άποψη μου. Ειδικά η σκηνή με το «δαχτυλάκι» είναι για μένα η κορυφαία, και μουσικά αλλά και κωμικά. Η ατάκα και η ιδέα πίσω από τη σκηνή είναι πως ο ίδιος «παγιδεύεται» μέσα στο auto tune. Δεν θα ήθελα να μιλήσω ξανά για την ταινία Σπιρτόκουτο, άλλωστε το έχω κάνει στο παρελθόν πιο αναλυτικά. Η παράσταση είναι αρκετά καλή αλλά θα μπορούσε να γίνει καλύτερη κατά την άποψη μας. Η αλήθεια είναι βέβαια πως ο όρος «μουσικοπολεμική» είναι σωστός. Πραγματικά ο θεατής νομίζει πως βρίσκεται μέσα σε μία ενδοοικογενειακή σύρραξη. Η ένταση είναι μεγάλη σε όλες τις στιγμές. Το έξυπνο «τρικ» των συντελεστών σώζει την κρίση πανικού που πήγε να με πιάσει καθώς το παρακολουθούσα. Το «τρικ» αυτό έχει να κάνει με την γρήγορη εναλλαγή των σκηνών αλλά και των μουσικών επιρροών.
Ο Γιάννης Οικονομίδης διηγείται ιστορίες πίσω από κλειστές πόρτες
Αυτό όμως που θα ήθελα να δω επί σκηνής θα ήταν ίσως κάτι λίγο διαφορετικό από το κλασικό θεατρικό στυλ των ηθοποιών. Επίσης θα το έβλεπα και με λίγο πιο μη-κλασικά όργανα. Η ορχήστρα αποτελούνταν από πνευστά, ντραμς, κιθάρα και τσέλο. Εγώ ίσως να το έβλεπα και με λίγα περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία (τα οποία υπήρχαν αλλά ήταν πολύ λίγα). Από την άλλη υποθέτω πως πρέπει να είναι πολύ δύσκολο να διασκευάσει κανείς μία τόσο ιδιαίτερη ταινία. Έξοχη δουλειά έγινε στα φώτα, και ιδιαίτερα στις σκηνές όπου οι ηθοποιοί έβλεπαν τηλεόραση, με τον προβολέα να σκάει από ψηλά, δημιουργώντας αυτό το αίσθημα της απομόνωσης και της μοναξιάς. Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω την απογοήτευση μου όταν διέκρινα μία επανάπαυση στις κινήσεις και στο αίσθημα των ηθοποιών. Περίμενα κάτι περισσότερο «εναλλακτικό», όπως τότε υπήρξε η ταινία, κόντρα στις συμβάσεις. Προσέξτε όμως, η παράσταση είναι καλή, είναι πολύ δυνατή, πραγματικά μαζεύεις τα μάτια και τα αυτιά σου από το πάτωμα. Μόνο που όλος αυτός ο ελληνικός μαξιμαλισμός τελικά με κούρασε σε στιγμές.
Και πάλι να δώσουμε ένα μεγάλο μπράβο στον Γιώργο Κατσή που ήταν στον ρόλο του Λουκά και πραγματικά ήταν απολαυστικός σαν ένας εκκολαπτόμενος trapper που παγιδεύεται μέσα στο ίδιο του το auto tune.