Κάπου στο Κέντρο υπάρχει ένα σύνθημα που λέει «Δευτέρα το καταλαβαίνω, αλλά Σάββατο; Γίνεται να μην με αγαπάς τα Σάββατα;». Είναι από αυτά τα συνθήματα που ευτύχησαν να κάνουν καριέρα πάνω σε τσιμεντένιους και σοσιαλμιντιακούς τοίχους. Παραφράζοντάς το, λοιπόν, αναρωτήθηκα «Οποιαδήποτε άλλη καθημερινή το καταλαβαίνω, αλλά Δεύτερα; Γίνεται να βγούμε Δευτέρα;».
Ναι, μπορείς να πεις ότι γέρασα πριν την ώρα μου, ωστόσο με τη Δευτέρα δεν το έχω –και δεν το είχα και ποτέ. Δηλαδή πραγματικά, με ποιο θράσος έρχεται η Δευτέρα και ζητά κομμάτι από την προσωπική μου διασκέδαση; Τι έχει κάνει τόσα χρόνια η Δευτέρα για ‘μένα ώστε να την τιμήσω με μια έξοδο, να της επιφυλάξω μια θέση στο ράφι με τις «ευχάριστες αναμνήσεις από βραδινές εξόδους»; Τίποτα δεν έχει κάνει, παρά μόνο ρίχνει πηχτές σταγόνες μιζέριας στο κυριακάτικο μου απόγευμα και φροντίζει συχνά πυκνά να με υποδέχεται φορτωμένη με άχαρες υποχρεώσεις.
Η Δευτέρα είναι αυτή η γιαγιά που κάθεται δίπλα σου στη θέση στα ΚΤΕΛ (ενώ η όμορφη του πούλμαν πάντα βρίσκεται δύο-τρεις σειρές μπροστά) και σε αρχίζει στην ανάκριση, έτσι για να περάσει η ώρα, ή εκείνος ο μπροστινός επιβάτης της πτήσης που, ενώ πετάτε στη οικονομική θέση low budget εταιρείας, θεωρεί ότι βρίσκεται στο ιδιωτικό του τζετ και χωρίς να ρωτήσει ρίχνει προς τα πίσω το κάθισμά του με αποτέλεσμα να πέφτει κυριολεκτικά πάνω σου. Όπως και αυτοί οι τύποι, έτσι και η Δευτέρα ενοχλεί. Τόσο απλά.
Όλη η παραπάνω γκρίνια, για να περιγράψω όσο πιο ήπια γίνεται το πώς αντιμετώπισα την ιδέα των υπόλοιπων παιδιών από το Ratpack για να βγούμε έξω Δευτέρα βράδυ. Κανονικά, όφειλαν να με είχαν αφήσει πίσω. Αυτό θα έκανα στη θέση τους. Το μόνο που είπαν ήταν πως το παραπάνω ήταν «ινσέψο»: γκρίνια για τη Δευτέρα μέσα στην όλη γκρίνια της ημέρας. Επομένως, τη μία στιγμή έβγαζα τον «δεκάρικό» μου και μετά από λίγη ώρα βρισκόμασταν όλοι και τα πίναμε.
Αυτό που έκαναν εκείνοι το λέω γενναιοδωρία. Σε μια μικρή κλίμακα μεν, παρόλα αυτά ήταν μια έμπρακτη απόδειξη του τι σημαίνει να αποδέχεσαι τους φίλους σου όπως είναι. Εξάλλου, αυτή είναι και μια από τις βασικές αξίες της ανδρικής φιλίας.
Για πολλές γυναίκες όλα αυτά είναι και μέρος μιας άρρητης και συμφωνημένης σκηνοθεσίας. Οι άντρες που καθόμαστε στο μπαρ απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι και γελάμε, κάνουμε πλάκα ή συζητάμε δυνατά και με τους δικούς μας κώδικες για πράγματα που μας ενδιαφέρουν. Ίσως βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι ακολουθούμε ένα κάποιο κρυφό, κοινό σχέδιο, ένα αόρατο manual που στο δικό τους μυαλό έχει τίτλο «αυτοί που μένουν πάντα παιδιά».
Και αν δεν το πιστεύουν όλες, το πίστευε σίγουρα εκείνη η γυναικοπαρέα που κάθονταν μόνες τους στο απέναντι τραπέζι και μας κοίταζαν πού και πού με αυτό το βλέμμα περιέργειας. Κορίτσια, έχετε απέναντι σας αγόρια, όχι τους εξωγήινους που ψάχνει η Amy Adams στο Arrival.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι θέμα σκηνοθεσίας. Είναι ανάγκη. Όταν θες να αποφορτιστείς, να χαλαρώσεις, να αφεθείς στο κλίμα και στο ρυθμό της παρέας ένα ποτήρι ουίσκι πάντα βοηθάει. Είναι το απαραίτητο καύσιμο. Για μένα ήταν ένα old-fashioned, για τους υπόλοιπους ένα σκέτο Jack Daniel’s με λίγο πάγο. Κυλάει αργά αυτό για να κυλάνε ζεστά οι κουβέντες μας. Και επειδή ακριβώς είναι καύσιμο, βρίσκεται πάντα εκεί.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες συζητήσεις που κάνουμε με τους φίλους μας, δεν θυμάσαι ποιος έριξε στο τραπέζι ένα θέμα, πότε και με ποια αφορμή. Βρεθήκαμε λοιπόν εμείς, τα πρόσωπα πίσω από λέξεις του Ratpack, να λέμε ένα βράδυ Δευτέρας ότι το Jack για ένα σχεδόν «μεταφυσικό» λόγο ήταν πάντα στην άκρη του τραπεζιού σε κάθε έντονη στιγμή μας –όχι μόνο ευχάριστη.
Γενναιοδωρία είναι η λέξη, πάλι.
Γενναιοδωρία είναι αυτό που ψάχνεις εκείνη την ώρα. Σε μια μεγάλη απογοήτευση, σε ένα χωρισμό ή σε μια άσβεστη καψούρα, από αυτές που θες να σου τύχουν, από αυτές που ποτέ δεν ξέρεις αν κάτι γίνεται σωστά ή λάθος, από αυτές που δεν καταλαβαίνεις πότε είσαι μέσα και πότε έξω, πότε ο διαιτητής σου λέει «παίζετε» και πότε σου έχει βγάλει κόκκινη κάρτα. Κι αν υπάρχει κάποιος που καταλαβαίνει όλα τα παραπάνω αμέσως και μπορεί να τα εξηγήσει με κλινική ακρίβεια, τότε ας κοιτάξει, παρακαλώ, μέσα του και ας δει από τι υλικά είναι καμωμένος. Διότι από τα εντελώς και μόνο ανθρώπινα δεν είναι.
Σε κάτι τέτοια, λοιπόν, κάποιος πρέπει να σου δώσει αυτό το κάτι παραπάνω για να συνεχίσεις. Μια κλωτσιά δυνατή για να προχωρήσεις και ένα χέρι για να πιαστείς. Η γενναιοδωρία δεν είναι συμπεριφορά, είναι στάση. Δεν είναι κάτι που επιδεικνύεται αλλά κάτι που νιώθεις. Έρχεται προς τα εσένα ανεπιτήδευτα και ποτέ δεν χρειάζεται να τη ζητήσεις. Δεν είναι κάτι για να τη κάνουμε θέμα, να τη γυαλίζουμε και να τη μοστράρουμε σαν παράσημο πολέμου. Είναι εκεί όταν τη χρειαστείς και όποτε τη χρειαστείς. Στήνει μπροστά σου έναν καθρέφτη και χωρίς να σου κουνήσει το δάχτυλο, σου θυμίζει από πού ξεκίνησες και σε τι ακριβώς πιστεύεις.
Και τελικά όλα αυτά δεν έχουν κάτι το μεταφυσικό. Διαθέτουν αυτό το ουσιαστικά ανθρώπινο, που δημιουργεί το δέσιμο σε μια παρέα.
Ναι, μιλάω για τους φίλους μου τόση ώρα. Για αυτούς που θα μου κάνουν ψυχανάλυση όταν χρειαστεί. Που θα με ανεχτούν με αγάπη αλλά όχι με ασυδοσία. Σε αυτούς που απλά γελούν με την δευτεριάτικη γκρίνια μου. Ναι, σου μιλάω για τους φίλους μου. Σου μιλάω για το Jack Daniel’s που τόση ώρα έκοβε βόλτες στα ποτήρια μας.
«Επειδή η γενναιοδωρία φαίνεται στην πράξη, πάω να τις κεράσω γιατί στο τέλος θα φύγουν και εμείς ακόμα θα μιλάμε για παλιές ενώ πιθανόν να έχουμε μπροστά μας νέες. Μην αργήσετε να έρθετε», είπε ένας από εμάς, που, για να θυμηθούμε και το παλιό δημοσιογραφικό κλισέ, «επιθύμησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, τα στοιχεία του όμως βρίσκονται στη διάθεση του site». Δεν χρειάστηκε κανέναν από εμάς κοντά του. Πήρε το ποτήρι του και προχώρησε.
Ευχαριστούμε το 9Bhta Home Bar στο Χαλάνδρι για τη φιλοξενία.