Στη χώρα μας, η κατανάλωση αλκοόλ παραμένει αρκετά πάνω από το μέσο όρο διεθνώς, αλλά ακολουθεί πτωτική τάση, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο The Lancet.
Το 1990 ο μέσος ενήλικας στην Ελλάδα έπινε 12,3 λίτρα καθαρού αλκοόλ, το 2017 η κατανάλωση του είχε πέσει σε 10,4 λίτρα (έναντι 6,5 λίτρων παγκοσμίως), ενώ το 2030 προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω σε 8,5 λίτρα (έναντι 7,6 λίτρων παγκοσμίως).
Οι Έλληνες -όπως και στις άλλες χώρες- πίνουν συστηματικά περισσότερο από τις Ελληνίδες, περίπου τριπλάσια ποσότητα κάθε χρόνο.
Το 1990 οι γυναίκες στη χώρα μας έπιναν κατά μέσο όρο 5,6 λίτρα καθαρού αλκοόλ ετησίως, το 2017 4,6 λίτρα, ενώ το 2030 θα πίνουν 3,6 λίτρα. Αντίστοιχα, οι άνδρες έπιναν 19,5 λίτρα το 1990 και 16,6 λίτρα το 2017, ενώ το 2030 εκτιμάται ότι θα πίνουν 13,3 λίτρα.
Εσύ θα τολμούσες να πιείς τα πιο δυνατά αλκοολούχα ποτά στον κόσμο;
Το ποσοστό των ανθρώπων που τηρούν δια βίου αποχή από το αλκοόλ στην Ελλάδα, είναι σχεδόν σταθερό παρά τις αυξομειώσεις του: από 22% (και για τα δύο φύλα) το 1990, μειώθηκε στο 19% το 2010 (στην αρχή της οικονομικής κρίσης οι Έλληνες μάλλον έπιναν περισσότερο), αυξήθηκε ξανά στο 22% το 2017 και αναμένεται να αυξηθεί οριακά στο 23% το 2030.
Περίπου διπλάσιες είναι οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, που δεν βάζουν καθόλου αλκοόλ στο στόμα τους. Το 2017 το 30% των γυναικών και το 14% των ανδρών δεν ήπιαν καθόλου αλκοόλ μέσα στη χρονιά, ποσοστό που αναμένεται ίδιο για τους άνδρες το 2030 και ελαφρώς αυξημένο για τις γυναίκες (31%).
Έρευνα: Γιατί το αλκοόλ και η άσκηση πάνε χέρι-χέρι
Το ποσοστό των τακτικών ή περιοδικών καταναλωτών αλκοόλ στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 68% και για τα δύο φύλα το 2017 (ήταν 70% το 1990 και 72% το 2010, ενώ θα παραμείνει σταθερό στο 68% έως το 2030), με τους άνδρες να υπερτερούν (78%) έναντι των γυναικών (59%).
Όσον αφορά όσους κάνουν βαριά κατανάλωση αλκοόλ έστω μια φορά το μήνα, το ποσοστό τους στην Ελλάδα εμφανίζει μικρή μείωση: από 21% το 1990 (και για τα δύο φύλα) έπεσε στο 18% το 2017, ενώ αναμένεται να παραμείνει σταθερό έως το 2030.
Τριπλάσιοι είναι περίπου άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες που τα «τσούζουν» γερά κατά καιρούς: το 2017 ήταν το 9% των γυναικών και το 29% των ανδρών (έναντι 11% και 33% το 1990 και το 2010), ποσοστά που αναμένεται να μειωθούν ελαφρά σε 8% και 28% αντίστοιχα το 2030.