Whisky: Η ιστορία του blending και πώς μπήκε στο ποτήρι μας
Η μόδα του 19ου αιώνα που λίγο έλειψε να κοστίσει στην υπόληψη του βασιλιά των ποτών.
Η μόδα του 19ου αιώνα που λίγο έλειψε να κοστίσει στην υπόληψη του βασιλιά των ποτών.
Δεν είναι άγνωστο πως το blended whisky ήταν το πρώτο που ήρθε στην Ελλάδα την δεκαετία του ’50 και του ’60, με το μεγαλύτερο μέρος των brands να είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό για τους προφανείς λόγους. Οι εταιρείες από την δική τους πλευρά, είχαν εισάγει στο μάρκετινγκ των προϊόντων τους πως η Σκωτία, μεταξύ άλλων, όχι μόνο είχε το καλύτερο ουίσκι, αλλά οικογένειες όπως οι Walkers από το Kilmarnock, οι Dewars από το Perth και οι Greenlees από το Campbeltown, ήταν οι πρώτοι διδάξαντες στο blending. Το blending ωστόσο δεν ήταν κάτι που κάποιος εφηύρε. Η διαφορά των παραπάνω είναι ότι ήξεραν να το κάνουν καλά. Ή μάλλον καλύτερα από όλους τους άλλους.
Σε ένα από τα κείμενα του για το Whisky Magazine, ο βετεράνος Richard Paterson ανέφερε συγκεκριμένα πως το blending, ήταν δεύτερη φύση για τους εμπόρους που πουλούσαν από κρασιά και μπίρες μέχρι αλκοόλ. Παρότι το mixing γινόταν υπό διαφορετικές συνθήκες πριν τον 19ο αιώνα και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν ακόμη νόμοι που να ορίζουν το τι και το πώς στη διαδικασία, το blending ήταν μία διαδικασία που γινόταν συχνά και που λίγο έλειψε να χάσει την αίγλη της εξαιτίας του τσαγιού. Ο Paterson μοιράζεται μία κορυφαία ιστορία με αφορμή μία έκδοση του 1785, το ‘‘The Teat Purchaser’s Guide’’, που αφορούσε το τσάι που έφτανε από την Κίνα στο Λονδίνο. Οι έμποροι άρχισαν να παρατηρούν ότι το blending τσαγιού με άλλες ποικιλίες φυτών όπως η αράλια, έδινε χαρακτηριστική γεύση και άρωμα. Δεν ήταν λίγοι όμως που είδαν αυτή a πρακτική ως απατεωνιά, ότι δηλαδή το blended τσάι δεν ήταν παρά μία παράνομη προσπάθεια να αναμείξεις το αυθεντικό προϊόν με κάτι άλλο ώστε να ξεγελάσεις τον πελάτη. Όμως το ίδιο πράγμα γινόταν και με τα whisky, όταν το blending μικρής ποσότητας των ισχυρών σε νότες Highlands με malts από τα Lowlands ή από grain, έδινε μία χαρακτηριστική και ντελικάτη γεύση. Αυτό το τελευταίο αναφέρεται συγκεκριμένα στο τελευταίο βιβλίο του Dr. Nicholas Morgan, όπως και ότι η δυσπιστία προς το blending θα έφερνε την πρώτη νομοθεσία από το εμπορικό επιμελητήριο της εποχής.
Μέχρι το 1825 το blending όχι μόνο ζούσε και βασίλευε, αλλά υπήρχε μάλιστα οδηγός για το κατάλληλο mixing ανάμεσα σε malt και grain, ώστε ο κάθε έμπορος να πετύχει την φόρμουλα της επιτυχίας. Ο οδηγός μεταξύ άλλων ανέφερε πως το whisky θα έπρεπε να είναι «όσο πιο παλιό γίνεται», ενώ οι οδηγίες ενθάρρυναν και την ανάμειξή του με μπίρα ώστε το ποτό να έχει σώμα και χρώμα – κάτι που προφανώς έχει απαγορευτεί πλέον από το SWR (Scotch Whisky Regulations). Ανάμεσα στο 1853 και το 1864, υπήρχε ήδη μία πρώτη νομοθεσία για το ελεγμένο blending ανάμεσα σε grain και malt, το οποίο επιτρεπόταν σε συγκεκριμένους χώρους ώστε να προετοιμαστεί για πώληση και για εξαγωγή. Κανείς δεν περίμενε πως μία τέτοια κίνηση θα απέδιδε σημαντικά έσοδα, αλλά η νοοτροπία της εποχής άλλαξε όταν ήρθε η πιο ανέλπιστη πελατεία.
Θέλοντας να πιάσουν τον παλμό του καταναλωτή της εποχής, οι έμποροι γνώριζαν πως είχαν περισσότερες ελπίδες με το blend παρά με τα βαριά σε νότες whisky από το Islay ή το Campbeltown. Εκείνοι που τελικά έδειξαν τον δρόμο, ήταν τα μεσαία στρώματα του Λονδίνου που εκείνη την εποχή ήταν το «παράθυρο» για όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι πιο απαλές νότες του blended whisky, οι αναφορές στους highlanders και τον ρομαντισμό της σκωτσέζικης γης που τόσο αγαπούσε η βασίλισσα Βικτώρια, έδωσε μία ανέλπιστη ώθηση και δημιούργησε μία νέα γενιά φανατικών του whisky που το έκαναν -όπως θα το λέγαμε σήμερα- trend. Το 1881, το Johnnie Walker είχε πουλήσει τουλάχιστον 51.000 βαρέλια στο εξωτερικό με τους αριθμούς να διπλασιάζονται μέσα στα επόμενα χρόνια. Το κάθε αποστακτήριο άρχισε να χτίζει την δική του φήμη για το blend του, με τον κάθε blender να προωθεί και διαφημιστικά πως έχει μία «μυστική συνταγή». Τα blends της εποχής ξεχώριζαν, αλλά για τον malt και άλλα για τον grain χαρακτήρα τους, αλλά στις αρχές του 20ου αιώνα μία αναλογία 60% grain και 40% malt, ήταν η πιο διαδεδομένη που έδειχνε να καλύπτει τις ανάγκες των καταναλωτών.
Την στιγμή που οι Σκωτσέζοι γνώριζαν πρωτοφανές πωλήσεις στα blends τους, οι Ιρλανδοί αρνιόντουσαν πεισματικά να μπουν στη διαδικασία να ακολουθήσουν την σκωτσέζικη συνταγή. Μία από τις ηγετικές φιγούρες στον κόσμο του εμπορίου το 1898, ο Adam Findlater, ανέφερε συγκεκριμένα στο Wine and Spirits Trade Record πως «Οι Σκωτσέζοι δίνουν στον κόσμο αυτό που θέλει και ο κόσμος το αγοράζει. Οι Ιρλανδοί του δίνουν εκείνο που δεν θέλει και προφανώς δεν μπορούν να το πουλήσουν». Το ιρλανδικό ουίσκι της εποχής χρησιμοποιούταν από κάτι κακόφημα ταβερνεία που το αναμείγνυαν με σκωτσέζικο whisky προκειμένου να σερβίρουν ένα πάμφθηνο blend. Ήταν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ουσιαστικά η νομοθεσία ανέφερε πως το Scottish blend πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από σκωτσέζικο whisky. Τόσο όμως οι Σκωτσέζοι όσο και οι Ιρλανδοί, θα έβρισαν διέξοδο στη χώρα που χρειάστηκε το blend τους περισσότερο από ποτέ. Στην Αμερική της Ποτοαπαγόρευσης τα βαρέλια άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο και να συντηρούν ένα σωρό διψασμένα λαρύγγια της εποχής, με τύπους σαν τον Al Capone να πλουτίζουν από το παράνομο εμπόριο. Εκτός όμως ότι η Αμερική έφερε χρήματα στα αποστακτήρια Ιρλανδίας και Σκωτίας, έφερε παράλληλα και μία ολόκληρη κουλτούρα, Τα μπαρ σέρβιραν το blend σε highball ποτήρι με ginger ale και πάγο και ξαφνικά έγινε το απόλυτο must στα speakeasies και τα παράνομα καζίνο. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την έλευση του blend στο εξωτερικό.
Σήμερα παραμένει πρώτο σε πωλήσεις αλλά όπως είδες η ιστορία του είναι πιο πολύπλοκη από ότι θα περίμενε κανείς. Χρειάστηκαν αιώνες για να καταφέρει να ξεχωρίσει, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου και να βρει έξοδο στις μεγάλες αγορές πέρα από τον Ατλαντικό. Και τα κατάφερε μια χαρά.