Το μουστάκι κάποτε καθόριζε τον ανδρικό πληθυσμό. Πλέον είναι ένα στοιχείο ελαφρώς ξεπερασμένο, που όμως συνέχεια έρχεται στο προσκήνιο σαν ένα vintage στοιχείο στην εμφάνιση μας. Η ιστορία του μας τιμά σαν άνδρες και εμείς από την πλευρά μας πρέπει να γνωρίζουμε σχετικά με αυτήν. Τι θα ήταν λοιπόν ένας άνδρας χωρίς το μουστάκι του;
Μουστάκι, μούσι, γενειάδα -σήμερα μοιάζουν ως απλές επιλογές για την εικόνα μας. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία, διαπιστώνουμε πως η ανδρική εικόνα είναι συνυφασμένη με το μήκος της τρίχας του προσώπου και βάσει αυτού, αποδίδεται το ανάλογο κύρος. Το κύρος του μουστακιού δεν συγκρίνεται με τίποτα, τόσοι και τόσοι μεγάλοι άνδρες το έχουν φορέσει στο πρόσωπο τους.
Η μακριά γενειάδα σε συνδυασμό με το έντονο μουστάκι έχει θεωρηθεί ως θεϊκό σύμβολο, στοιχείο ανδρισμού και υπεροχής, με αποτέλεσμα να επιλέγεται από τις ελίτ. Τώρα σίγουρα δεν είναι κάτι που θα έλεγες σε κάποιον νέο να κάνει, πρέπει όμως όλοι οι νέοι να γνωρίζουν την ιστορία του και το πόσο σημαντικό ήταν κάποτε.
Στην πορεία των χρόνων, οι μυστακοφόροι και γενειοφόροι έχουν χαρακτηριστεί και ως ακάθαρτοι και απομακρυσμένοι από τις κοινωνικές αρχές, λόγω τις ατημέλητης εμφάνισής τους. Η επιλογή του μήκους της τρίχας του προσώπου ενός άνδρα δεν ήταν πάντα μία ελεύθερη επιλογή, όπως είναι σήμερα. Ήταν μία επιλογή επηρεασμένη από τη θρησκεία, την κοινωνική θέση, το στρατιωτικό αξίωμα και πλήθος άλλων κοινωνικών παραγόντων, που θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Αυτά είναι μερικά από τα πιο διάσημα μουστάκια της Ιστορίας:
Ειδικότερα, υπάρχει μια ετυμολογική συγγένεια μεταξύ των λέξεων: barber (=μπαρμπέρης, κομμωτής), beard (= γενειάδα, μούσι), μπάρμπας κ.ά. Από τη λατινική λέξη “barbatus” προέρχεται η λέξη “βαρβάτος” και “βαρβατίλα”, δηλαδή η οσμή που έχουν τα αρσενικά ζώα κατά την περίοδο αναπαραγωγής ή η κακοσμία που προέρχεται από την έλλειψη συνθηκών υγιεινής.
Επομένως, στην κοινή λογική το μουστάκι και η γενειάδα ταυτίζονται με την ένδειξη ανδρισμού, με την ορμονική ωρίμανση του αγοριού αλλά (δυστυχώς!) και με την απουσία καλλωπισμού και καθαριότητας.
Οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν το μουστάκι ως “μύσταξ”, που σύμφωνα με το λεξικό προέρχεται από την ονοματοποιία “μυ” των σουφρωμένων χειλιών κατ’ αναλογία προς το “μάσταξ” (=στόμα). Η λέξη φαίνεται δωρικός-λακωνικός τύπος και η πρώτη αναφορά της γίνεται στον Αριστοτέλη, σχετικά με ένα έθιμο που υπήρχε στην αρχαία Σπάρτη.
Οι νέοι Σπαρτιάτες, μόλις αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη, ξύριζαν το μουστάκι τους, ώστε να μάθουν να υπακούν στους νόμους της πόλης, κάνοντας προσωπικές θυσίες. Λίγους αιώνες αργότερα, βρίσκουμε συνταγές για τον καλλωπισμό του μουστακιού -ένας από αυτούς ήταν με τη χρήση σωματικών υγρών, όπως το κερί των αυτιών.
Σε κάποιον Μελέτιο, που έγραψε γύρω στον 7ο αιώνα μ.Χ., περιγράφεται πως ο λαός έλεγε ήδη “μούστακα” ή “μουστάκιον” στην εποχή του. Το βυζαντινό “μουστάκιον” περνάει στα πρωτο-ιταλικά ως “mostaccio” και από εκεί στα γαλλικά, τα αγγλικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ως “moustache”.