Τον Μιχάλη Ρακιντζή τον αγαπούσα από πάντα. Εξ’ απ’ ανέκαθεν που λέμε. Από το «Μωρό μου φάλτσο» και τον «Πουφ». Από το «Πιες σε ό,τι είχαμε ζήσει μέχρι χθες» και το μπασκετικό «Έχω δικαίωμα για 1+1». Για τη συμμετοχή της Ελένης Μενεγάκη στο «Προκαλείς». Για τα αθλητικά παπούτσια που φόραγε με πουκάμισο στα βίντεο-κλιπ, διότι έτσι γούσταρε.
Για το ντουέτο με τον Γκίλαν και το «άι γουόντ το γκετ εγουέι/ γκετ εγουέι/ γκετ εγουέι, άι γουόντ του γκετ εγουέι φρομ ολ δις κονφιούζιον». Για το «Μιχάλης Ρακιντζής + Σοφία Αρβανίτη = Love 4 ever», που τους είδα 16 χρονών ένα καλοκαίρι που ήμουν στα ξαδέλφια μου στις Σέρρες, σε μεγαλειώδη συναυλία στο Αναψυκτήριο, κάνοντας αμέτρητες τράκες τσιγάρα από τον ξάδελφό μου το Διονύση. Τον Μιχάλη Ρακιντζή τον φιλοξενήσαμε ένα βράδυ στο Fight Club μαζί με το Γιάννη Τσαούση και θυμάμαι ότι περάσαμε υπέροχα.
Κι αφού σας αράδιασα ένα σωρό καλούς λόγους που με κάνουν να αγαπάω το Μιχάλη Ρακιντζή, ας μιλήσουμε για αυτό που άφησε κληρονομιά στην Ελλάδα, εκείνο το βράδυ του 2002 στη Eurovision.
Ας τα ξεκαθαρίσουμε
Ήταν το S.A.G.A.P.O. το καλύτερο κομμάτι που στείλαμε ποτέ στη Eurovision; Όχι. Ήταν το καλύτερο εκείνου του τελικού; Δεν ήταν. Ήταν «Γιουροβιζινιακό» κομμάτι, απ’ αυτά που τα ακούς και λες «αυτό το κομμάτι θα τα πάει καλά στο διαγωνισμό»; Φυσικά και όχι. Ήταν ένα κομμάτι που «δίχασε κοινό και κριτικούς», που προκάλεσε εντάσεις, ξεκατινιάσματα και debate στις μεσημεριανές εκπομπές, πριν, μετά και ανάμεσα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και ένα κομμάτι που πήγε με αξιοκρατικό τρόπο κι όχι με απευθείας ανάθεση – πιο ΠΑΣΟΚ πεθαίνεις, ήταν ένα τραγούδι που δεν πόνταρε σε γκομενάκια που λικνίζονται πίσω από τον τραγουδιστή αλλά επένδυσε στη λεβεντιά, στην τεστοστερόνη, στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΗ, στα ΕΚΑΜ, στις Δυνάμεις Ασφαλείας, στο κύρος, στη σοβαρότητα. Κυρίως ήταν (και είναι) ένα τραγούδι που επένδυσε σε αυτούς τους στίχους:
Πολεμήθηκε λυσσαλέα
Από εχθρούς «εντός των τειχών» που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτύχουμε, μέχρι ολόκληρο το σύστημα του διαγωνισμού που προκάλεσε ή άφησε να συμβούν προβλήματα με τα ακουστικά, με τον ήχο, βουητό στ’ αυτιά του Ρακιντζή, σαμποτάζ κανονικό – το κλείσιμο του ματιού εκείνη την κρίσιμη ώρα, ενσωμάτωσε απόγνωση, συναίσθημα, φόβο αλλά και σιγουριά ότι «Έλληνες είμαστε, θα τα καταφέρουμε κουφάλες ό,τι και να σκαρφιστείτε για να μας σταματήσετε».
Και δεν μας σταμάτησαν: το κομμάτι ολοκληρώθηκε παρόλα τα τεχνικά προβλήματα, το χορευτικό έκανε τη σκηνή να τρέμει, οι υπόλοιποι ΕΚΑΜίτες δίπλα στον Ρακιντζή χόρεψαν σαν να ήταν ο τελευταίος χορός της ζωής τους. Ήμασταν «Lordi» πριν τους «Lordi» και χωρίς τις μάσκες. Ήμασταν ο ορισμός του σόου και της ανατροπής όταν ακόμα οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια στα δέντρα. Ήμασταν το διαφορετικό όταν ακόμα στη Eurovision τραγουδούσαν Τζόνι Λόγκαν και «Hoooold me noooow» και νόμιζαν ότι είχαν βρει το νόημα της ζωής επειδή είχαν βρει άλλοθι να φασωθούν με τη διπλανή τους ή το διπλανό τους. Ήμασταν το ωραίο, το μεγάλο, το αληθινό. Αλλά είμασταν και πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή μας. Ο Ρακιντζής ήταν ένας πιονέρος, ο οποίος έκανε το 2002 κάτι που το 2018 ή το 2020 ή το 2030 θα αποθεωνόταν και θα ανάγκαζε τους αντιπάλους να μην ανέβουν καν στο stage να τραγουδήσουν.
Τον αγάπησα ακόμα παραπάνω το Μιχάλη Ρακιντζή εκείνο το βράδυ. Διότι τόλμησε να κάνει κάτι που ουσιαστικά ήταν καταδικασμένο σε (διαγωνιστική) αποτυχία, αλλά δεν κώλωσε: το έκανε παρόλα αυτά. Διότι είχε κάτι στο μυαλό του και το υπηρέτησε, το πήγε μέχρι τέλους, χωρίς να λογαριάζει γκρίνιες, προσβολές και ειρωνείες. Διότι το πραγματικό νόημα του διαγωνισμού αυτού, της ευρωπαϊκής λαϊκής πανήγυρης (με ολίγη από ευρωπαϊκή Αυστραλία εσχάτως) δεν είναι να κάνεις συνέχεια τα ίδια, αλλά να τολμάς – αν ήταν έτσι, ας στέλναμε κάθε χρόνο εναλλάξ την Παπαρίζου και τον Ρουβά. Διότι δεν πασπάλισε το τραγούδι του με μελό ιστορίες για να το «δυναμώσει» επικοινωνιακά, δεν έκανε επίκληση στο συναίσθημα, δεν μίλησε στις συνεντεύξεις για τον φίλο που έφυγε από τη ζωή, για τη γκόμενα που τον παράτησε, για το τάμα που είχε κάνει η μάνα, δεν απευθύνθηκε στη γκέι κοινότητα ή στους πρόσφυγες, δεν είχε μια ιστορία από κάποιον πόλεμο να διηγηθεί, ούτε αφιέρωσε τη συμμετοχή στη μνήμη κάποιων – πήγε να τραγουδήσει κι όχι να παίξει στο «Πάμε Πακέτο». Αντρίκεια. Παντελονάτα. Δυνατά κι ελληνικά.
Και μπορεί να έχασε εκείνο το βράδυ, αλλά στην πραγματικότητα κέρδισε πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα νομίζαμε τότε.