To Banshee είναι ένα «κρυφό διαμάντι» της Τηλεόρασης
Το introduction του Antony Starr ξεπερνάει κατά πολύ τον Homelander στο The Boys.
Το introduction του Antony Starr ξεπερνάει κατά πολύ τον Homelander στο The Boys.
Στο The Boys τον έχει σιχαθεί η ψυχή σου, παίζοντας τον psycho και unstable Σούπερμαν ονόματι Homelander αλλά αυτή είναι η απόδειξη του πολυτάλαντου χαρίσματος που διαθέτει ο Νεοζηλανδός ηθοποιός, Antony Starr. Στα 49 του χρόνια, τον κοιτάς και λες «μακάρι να ήμουν έτσι και εγώ στα 50 μου», αλλά αυτό οφείλεται στο ξεχωριστό lifestyle που έχει επιλέξει στη ζωή του. Πολύ όμως να φτάσει η ώρα να φορέσει την κάπα του «κακού» superhero, είχε προλάβει να συστηθεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο σε μια σειρά «διαμάντι» που ποτέ δεν γνώρισε την αναγνώριση που πραγματικά της αξίζει.
Μια ιστορία πραγματική καταιγίδα, με όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζεται μια σειρά δράσης για να πετύχει. Ένα καλοδουλεμένο σενάριο με αρχή, μέση και τέλος, πρωταγωνιστές με προβληματισμούς, μυστήρια origins και πολλές ανοιχτές υποθέσεις από το παρελθόν, ένα main story που τρέχει και επηρεάζει τους πάντες άμεσα αλλά και σε βάθος χρόνου, villains που τους συμπαθείς καθώς η ζωή τους και η κοινωνία τους διαμόρφωσε έτσι ώστε να γίνουν «τέρατα», και μια ατέρμονη αγωνία και αδρεναλίνη να πλανάται συνεχώς πάνω από όλους και όλα. Και εννοείται σεξ και βία, ανώτερου επιπέδου ακόμα και από το «Game of Thrones».
Το Banshee, λοιπόν, είχε όλα τα παραπάνω, διδάσκοντας το πώς μια σειρά μπορεί να χτίσει τη σχέση πρωταγωνιστών-θεατών μέσα σε 4 σεζόν χωρίς να φλυαρεί, να καθυστερεί τις αποκαλύψεις και -κυρίως- να την φοβάται να τολμήσει. Και ο ρόλος του supercool Lucas Hood του Antony Starr ήταν ο καλύτερος τρόπος για να το μάθουμε.
Το Banshee, λοιπόν, μια κωμόπολη στην Πολιτεία της Πενσιλβάνια, μοιάζει ως το ιδανικό για απόσυρση, με μια πλήρως ήρεμη και βαρετή καθημερινότητα στον κόσμο. Ένα ταπεινό χωριό όμως που έχει τον δικό του τοπικό άρχοντα, Kai Proctor (Ulrich Thomsen) τον οποίο κανείς δεν αγγίζει παρά τις παρασπονδίες του, ενώ στα πέριξ διάφορες συμμορίες παραμονεύουν να διαταράξουν την ηρεμία της, όπως οι Ναζί και ο Ινδιάνοι. Την ίδια στιγμή αποτελεί το τέλειο καταφύγιο για τον Anna (Ivana Milicevic), την κόρη ενός, δαιμόνιου γκάνγκστερ-ληστή Rabbit (Ben Cross), η οποία όμως με τα χρόνια στο «επάγγελμα» ανέπτυξε ερωτική σχέση με τον ευφυή συνεργάτη της (Antony Starr). Ο Rabbit αηδιασμένος με το γεγονός ότι οι δυο τους ανέπτυξαν σχέση τους στήνει παγίδα, η Anna όμως γλιτώνει από τις Αρχές χάρη στη θυσία του καλού της ο οποίος συλλαμβάνεται και μπαίνει στη φυλακή.
15 χρόνια αργότερα, ο συνεργάτης αποφυλακίζεται και βρίσκει την Anna στην ήρεμη κωμόπολη Banshee, πλέον όμως με το όνομα Carrie, παντρεμένη και με μια κόρη, αποτραβηγμένη από την παρανομία στη ζωή. Πάνω στην απογοήτευση και την αμφιβολία, ο χαρακτήρας του Starr γνωρίζει έναν νέο Αστυνομικό, ο οποίος προορίζεται για Σερίφης, ονόματι Lucas Hood, αλλά πάνω στην γνωριμία πέφτει νεκρός λόγω ενός επεισοδίου με ντόπιους κακοποιούς. Και τότε ο χαρακτήρας του Starr κάνει το αδιανόητο: παίρνει τη θέση και τα στοιχεία του Lucas Hood και την επόμενη μέρα ορκίζεται ως Νέος Σερίφης της πόλης. The is a new Sheriff in Town αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι όλα ήρεμα.
Η κόντρα με τον τοπικό άρχοντα ξεκινάει με το «καλημέρα ενώ τα φαντάσματα του παρελθόντος έρχονται στην μικρή πόλη Banshee για να κυνηγήσουν τους Hood και Ann. Αυτά μόνο για τον πρώτο κύκλο. Στους υπόλοιπους έρχονται άλλες βεντέτες και ακόμα πιο γνωστοί ηθοποιοί (βλ. David Harbour, Odette Annable).
Θα ακουστεί κλισέ αλλά το Banshee δεν είναι μια τυπική «καλή σειρά με κακούς» ή το αντίθετο. Ο Hood είναι ένας χαρακτήρας που συχνά αναγκάζεται να παίρνει ηθικά αμφιλεγόμενες αποφάσεις, και η σειρά δεν διστάζει να δείχνει την ωμότητα και τις συνέπειες της βίας. Ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζει την καλοσύνη με την αμείλικτη βία, χωρίς να ωραιοποιεί καμία από τις δύο πλευρές, προσθέτει μια διαφορετική διάσταση που σπάνια συναντάται σε σειρές δράσης.
Οι σκηνές μάχης είναι ακατέργαστες, ρεαλιστικές και σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο που κάνουν τον θεατή να νιώθει κάθε χτύπημα. Η ωμή φύση των σκηνών βίας ή δράσης βγάζει τρομακτική αληθοφάνεια, και αυτό από μόνο του ανεβάζει το επίπεδο της.
Με την πάροδο των επεισοδίων γίνεται φανερό πως η σειρά δεν φοβάται να αναδείξει τη σκοτεινή της πλευρά, να πάρει τα ρίσκα της, τόσο σε θέματα πλοκής όσο και στη θεματολογία της, κάτι που της επιτρέπει να διατηρήσει έναν αυθεντικό και τολμηρό χαρακτήρα.
Αυτό το στοιχείο της ανεξαρτησίας και του ρίσκου την κάνει να μοιάζει με ένα σκοτεινό έπος που σέβεται και κατανοεί παράλληλα τον θεατή πολύ περισσότερο από ότι το έχουν κάνει άλλες διάσημες σειρές του είδους.
Ακόμα και αν δεν έχει λάβει την αναγνωρισιμότητα την οποία δικαιωματικά αξίζει, είναι ένα κρυφό διαμάντι στην ιστορία των TV Series, που αποτελεί σημείο αναφοράς και σύγκρισης με άλλες σειρές δράσης, για τον απλούστατο λόγο ότι προσφέρει κάτι μοναδικό και αυθεντικό. Η σειρά δεν ακολουθεί την τυπική φόρμουλα «καλού και κακού», αλλά εστιάζει σε χαρακτήρες με βάθος, ελαττώματα και προσωπικές αναζητήσεις, κάτι που σε κάνει συχνά πυκνά να αναρωτιέσαι με ποιανού το πλευρό πρέπει να είσαι.
Αν σου άρεσε ο Antony Starr ως Homelander, ετοιμάσου να τρελαθείς ως Lucas Hood. Δεν είναι υπερβολή ότι θα έπρεπε να είναι ανάμεσα στους 10 κορυφαίους χαρακτήρες που γέννησε ποτέ η τηλεόραση μέσω των σειρών της.