A Night at the Roxbury: Η ταινία που μας σύστησε τον Will Ferrell

Η πιο απενοχοποιημένη ταινία της δεκαετίας του ‘90 δεν γνώρισε ποτέ την αναγνώριση που της άξιζε και ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτό.

Πότε ακριβώς έγιναν cool τα 90s;  Η δεκαετία που διαδέχτηκε τα 80s ήταν το ίδιο κακόγουστη, αλλά λιγότερο λαμπερή. Η αυγή ενός νέου κόσμου με πιο χαλαρά σύνορα, και μια πληροφορία η οποία ήταν έτοιμη να ξεχυθεί μέσω των τηλεφωνικών γραμμών οριοθέτησαν μια εποχή, μάλλον αμήχανη που δεν ήξερε τι έψαχνε, αν και αναζητούσε απαντήσεις. Ό,τι πίναμε κι ό,τι τρώγαμε εκείνη την εποχή, είναι εμφατικά ενδεικτικό αυτής της σύγχυσης. Πολλά έντονα χρώματα, ακόμα πιο έντονες και ασυνδύαστες γεύσεις, κάτω από ένα λιπαρό llifestyle που διευκόλυνε την κατανάλωση, αλλά όχι και της πέψης σε ότι μας προσέφερε αυτή η δεκαετία. 

Μπορεί η ερμηνεία ενός κορυφαίου ηθοποιού να σώσει μια μετριότητα του Netflix;

Τρεις δεκαετίες μετά, έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την καθιερωμένη ψύχραιμη αποτίμηση έτσι ώστε να γελάσουμε με τα χάλια των 90s, να ζήσουμε ξανά ό,τι ευχάριστο μας άφησαν (θα πιούμε σε καλύτερη μορφή τα κοκτέιλ που έπιναν οι γονείς μας) και δεν υπάρχει καλύτερη αφετηρία για μια τέτοια νοσταλγική βουτιά από μια θέαση του Α Night at the Roxbury.

 

 

Θέλει αρκετό θράσος για να γυρίσεις μια ταινία που σατιρίζει κάτι που ήταν mainstream 4 χρόνια νωρίτερα και ο Will Ferrell είχε μπόλικο από δαύτο. Τα αδέρφια Butabi ήταν σκετσάκι του SNL που απέκτησε τέτοιο hype ώστε να καταφέρει να σταθεί σαν σεναριακή ιδέα για μια ταινία που άνοιξε τον δρόμο για όλα όσα θα μας έφερνε το Frat Pack. Αυτό από μόνο του είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να βάλει το A Night at the Roxbury στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας, κι ας ξεπερνά με το ζόρι το μισό αστεράκι από τους σινεκριτικούς. 

Γιατί όλοι βλέπουν μια γλυκερή ρομαντζάδα αυτές τις μέρες;

Η ιστορία των αδελφών Butabi είναι γελοία, αλλά όχι ψέυτικη. Η κουλτούρα του κλαμπ των 90s με την ανακάλυψη της ευρωπαϊκής EDM ήταν εξόχως trash. Τα προάστια της Καλιφόρνιας που βλέπουμε με τους δεύτερης γενιάς μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή να πασχίζουν να ενταχθούν στο american way of life. Η BMW, η αγωνία να βρουν μια ξανθιά σύντροφο, να μπουν στο πιο hot club κλπ είναι πραγματικά στοιχεία, τα οποία σε αυτή τη νοτιοανατολική γωνία των Βαλκανίων είναι περιέργως οικεία στη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε για τη γειτονιά μας η πτώση του Τείχους. 

 

 

Η επιφανειακή πλοκή αποτυπώνει την επιφανειακότητα μιας ολόκληρης δεκαετίας και κατά κάποιο τρόπο μας προετοιμάζει για τη δεκαετία που έρχεται. Σε ρόλο ψυχοπομπού της δεκαετίας, η Jennifer Coolidge ως σέξι μπατσίνα να ετοιμάζεται να φετιχοποιήσει μια διαφορετική γυναικεία ιδιότητα την επόμενη χρονιά ως η μητέρα του Stiffler.

Πώς αποτυπώνει ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος τη σχέση πατέρα και γιου;

Στο τελετουργικό της εξόδου των δύο αποτυχημένων καμακιών βλέπουμε και τις απαρχές του ανδρικού καλλωπισμού. Ναι, το σπρέι που πύκνωνε τις φαβορίτες ήταν υπαρκτό εκείνη την εποχή και πίσω από κάθε 50άρη που κοροϊδεύει τους νέους με τα μούσια και τα τατουάζ, βρίσκεται ένας τέτοιος τύπος που καθόταν να αλφαδιάσει τις φαβορίτες του για κάνα τέταρτο πριν βγει, λίγο πριν ψεκάσει πάνω του μισό μπουκάλι άρωμα. 

 

 

Με την ηλεκτρονική μουσική να βρίσκεται σήμερα στην καλύτερη εποχή της, την τέκνο να είναι πιο παραγωγική από ποτέ και τη house να αφήνει επιτέλους χώρο στο dancefloor, το Night at the Roxbury είναι και μία υπενθύμιση του τι δεν πρέπει να γίνει καθώς η χορευτική μουσική φτάνει στο peak της. Ως αντιπαράδειγμα μπορεί να τη βοηθήσει να μείνει σε ένα οροπέδιο πριν γκρεμοτσακιστεί όπως έγινε στα 00s που μας βρήκε με ένα τζιν τόνικ στο χέρι να κουνάμε στον ρυθμό της μουσικής το δεξί μας γόνατο. 

Από καθαρά λαογραφική σκοπιά, η πρώτη ταινία με πρωταγωνιστή τον Will Ferrell είναι μια ταινία που αξίζει να μνημονεύεται, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Από τη στιγμή που δεν είναι ντοκιμαντέρ, αλλά κωμωδία, πρέπει να κριθεί και σαν τέτοια. Η καταβαράθρωση που γνώρισε από τους κριτικούς στην πρώτη της προβολή δεν έχει να κάνει μόνο με τη ρηχότητα και τα χοντροκομμένα της αστεία, έχει να κάνει και με τη δυσκαμψία μιας εποχής που αρνούνταν να αποδεχθεί ότι τελικά ίσως και να είχε μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αισθητική της. 

 

 

Τελικά η ταινία είναι αστεία και μάλιστα διαχρονικά αστεία, κάτι που είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για μια κωμωδία. Κι αυτό είναι κάτι που το οφείλει στην ιδιοφυή προσέγγιση του Will Ferrell που έστησε ένα σκετσάκι μεγάλου μήκους για να σατιρίσει μια εποχή και μια κατάσταση με τους όρους που θα το έκανε δύο ή τρεις δεκαετίες αργότερα. Σε ευχαριστούμε αφανή αρχηγέ του Frat Pack.  



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved