Είναι η μοίρα κάθε επιτυχημένης συνταγής, τα κινηματογραφικά franchise είναι οι χήνες με τα χρυσά αυγά της βιομηχανίας του θεάματος και όλες οι εταιρείες παραγωγής θα ήθελαν να έχουν από τουλάχιστον ένα στη συλλογή τους. Άπαξ και βρεθεί η συνταγή, το πράγμα τσουλάει από μόνο του. Ακόμα και μέτριες, επαναλαμβανόμενες και αυτοαναφορικές μανιέρες μαζεύουν όλο το χαρτί στο box office, εκμεταλλευόμενες την ορμή μιας καλής αρχικής ιδέας και της τάσης που έχει το κοινό στην αναζήτηση μιας κινηματογραφικής comfort zone που θα τον ανακουφίσει για κάνα δίωρο. Για να γίνουν όλα αυτά βέβαια, χρειάζεται ένα καλό πρώτο δείγμα, το προζύμι που θα φουσκώσει το franchise.
Μπορεί τα σύγχρονα δείγματα του είδους να είναι το γιγάντωμα του σύμπαντος των Star Wars και MCU, όμως κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πατριάρχη όλων, τον James Bond. Το κατασκοπευτικό σήριαλ που κρατάει πάνω από μισό αιώνα και με πάνω από 20 ταινίες είναι σημείο αναφοράς στα franchise, και δικαίως αποτελεί αντικείμενο ζήλιας και αντιγραφής. Από το Mission Impossible, μέχρι τον Jason Bourne, όλοι θέλουν να χτίσουν το προφίλ ενός πράκτορα με συνέχεια. Αυτή ήταν και η πρόθεση του Netflix με το Gray Man. Πολύ πριν την πρεμιέρα του είχε εκφραστεί επίσημα η πρόθεση για να γίνει ο Gray Man κάτι παραπάνω από ένα one hit wonder που θα χαθεί μέσα στον καταιγισμό περιεχομένου της streaming πλατφόρμας.
Οι προθέσεις ήταν κάτι παραπάνω από καλές. Το σενάριο βασίστηκε σε ένα πετυχημένο βιβλίο, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Mark Greaney, και το cast είναι ένα γεμάτο name dropping. Από τον πρωταγωνιστή Ryan Gosling, αν και άπειρος στο είδος, μέχρι τον παρανοϊκό vilain Chris Evans, κανείς δεν μπορεί να έχει παράπονο. Ο Billy Bob Thornton έχει τις περγαμηνές σκοτεινότητας που απαιτεί ο ρόλος ενός διοικητή black ops και η Ana De Armas έχει πάρει το βάπτισμα του πυρός ως Bond Girl, αν και μάλλον την ήθελαν πιο πολύ σαν insider και όχι σαν sidekick του Ryan Gosling.
Παρά τις καλές προθέσεις και τα ακόμα καλύτερα υλικά, η γεύση που άφησε τελικά το Gray Man ήταν μάλλον αδιάφορη, αν και για παραγωγή Netflix κινείται πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Στην προσπάθειά του το Netflix να φτιάξει τον επόμενο James Bond, έβαλε πάρα πολλά στοιχεία και από τους ανταγωνιστές του. Το Mission Impossible, ο Jason Bourne, ακόμα και η Atomic Blonde έχουν αφήσει στοιχεία στην πλοκή της ταινίας. Ο δανεισμός από τα καλύτερα του είδους τελικά έχει την τάση να κατευθύνεται προς τη μετριότητα και όχι στη χρυσή τομή.
Το σκηνικό δράσης από την Άπω Ανατολή μέχρι την Κεντρική Ευρώπη έχει χιλιοπαιχθεί από όλους όσους ζήλεψαν τη δόξα του James Bond. Η διαδρομή Πράγα-Βερολίνο είναι ακόμα στην checklist, 30 χρόνια μετά την πτώση του τείχους. Η Ana De Armas μπορεί να μην είναι η γοητευτική γλάστρα που θέλει τα παλαιάς κοπής Bond Girls, αλλά δεν είναι ούτε και το νέας κοπής φεμινιστικό πρότυπο. Ο ρόλος της φλερτάρει με την αορατότητα, ενώ ούτε το στερεοτυπικό καρέ μαλλί των ταινιών του είδους καταφέρνει να τη φέρει στο προσκήνιο.
Ο Chris Evans είναι ο μόνος που φαίνεται να διασκεδάζει τον ρόλο του στην ταινία, την έχουν αυτή τη μοίρα οι ρόλοι με κοινωνιοπαθείς με αναμενόμενα κακό τέλος, αλλά ένας Chris Evans δεν φέρνει την άνοιξη, εδώ δεν μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Γιατί Thornton και Gosling βγάζουν συνέχεια μια αίσθηση διεκπεραίωσης του ρόλου τους και σε αυτό δεν φταίνε αυτοί, δεν φταίει καν το σενάριο, αλλά η αναμενόμενα αποτυχημένη προσπάθεια ισορροπίας.
Η σύγχρονη αμερικάνικη ματιά στις ταινίες με προδομένους πράκτορες της CIA που τα βάζουν με όλους και όλα, προσπαθεί να ισορροπήσει τη σκοτεινότητα ενός John Le Carre, έστω και στη νερωμένη προσέγγιση του Robert Redford, με την εκκωφαντική δράση του Michael Bay, επειδή το ξύλο και οι εκρήξεις οφείλουν να καταλαμβάνουν τουλάχιστον μιάμιση από τις δύο ώρες.
Εκεί που χάνει το Gray Man, ενώ είχε όλα τα φόντα να μην πέσει στην παγίδα, ήταν η αδυναμία να εκμεταλλευτεί το cast του για να δημιουργήσει έναν πραγματικό αντι-Bond με το σκοτεινό του παρελθόν και το χτίσιμο χαρακτήρα. Το Gray Man ήταν μια χαμένη ευκαιρία για την αμερικάνικη σκοπιά του είδους, να ζήσει τη δική της στιγμή που έζησε ο Batman με την τριλογία του Nolan.
Χωρίς να είναι κακή ταινία, είναι υπέροχη για να ένα βράδυ καθημερινής, αφήνει την αίσθηση ότι θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα κι αυτό σαν συναίσθημα ίσως είναι χειρότερο από το να ήταν πραγματικά κακή ταινία. Το παρήγορο είναι ότι υπάρχει η δέσμευση για συνέχεια, άρα υπάρχει χρόνος, χρήμα και το cast για να γίνει o Ryan Gosling ο πραγματικός διάδοχος του Daniel Craig. Μένει να δούμε αν υπάρχει και η διάθεση.