Η πρεμιέρα των Mad Men, στις 19 Ιουλίου του 2007, είχε μια παράξενη σύμπτωση. Κανείς δεν έβλεπε τότε αυτό που θα ερχόταν σε λίγους μήνες με το σκάσιμο της φούσκας στην αγορά ακινήτων (εντάξει ο Michael Barry το είδε), όπως και κανείς δεν μπορούσε να δει στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, το πώς θα εξελισσόταν η δεκαετία που ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει.
Σε αυτή τη σύμπτωση αξίζει να προστεθεί ένα ακόμα συνεκτικό υλικό. Η κρίση τραυμάτισε θανάσιμα την καρδιά του αμερικανικού ονείρου, το ιδιόκτητο σπίτι. Ένα σπίτι που είχε αποκτήσει με τα χρόνια μια στερεοτυπική εικόνα, με λευκούς φράχτες, αψεγάδιαστο γκαζόν, γεμάτο ψυγείο και πλουσιοπάροχο πρωινό για μια πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη οικογένεια. Μια εικόνα η οποία φιλοτεχνήθηκε πολύ πριν από την αποτύπωσή της σε ταινίες και σαπουνόπερες. Ήταν μια εικόνα που γεννήθηκε στο μυαλό των creative directors των διαφημιστικών εταιρειών στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πάνω σε αυτό το template χτίστηκαν εκατομμύρια διαφημιστικές καμπάνιες που στόχευαν στο παχύ πορτοφόλι μιας κοινωνίας που είχε για πρώτη φορά πολλά να ξοδέψει.
To πρόβλημα με την εικόνα της δεκαετία του ‘60, από όποια σκοπιά κι αν θέλει να δει κάποιος, είναι ότι σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από τον παραμορφωτικό φακό της διαφήμισης, ένας φακός που επηρέασε ακόμα και την αποτύπωση που επιφύλαξε η ποπ κουλτούρα για τη δεκαετία αυτή. Οι Mad Men κατάφεραν να απομυθοποιήσουν αυτή τη δεκαετία, με τον τρόπο που λίγα χρόνια νωρίτερα οι Sopranos απορομαντικοποίησαν το μαφιόζικο στυλ. Ο τρόπος που το έκανε η παρέα του Don Draper ήταν ακόμα πιο απολαυστικός.
Λένε πως η διαφήμιση είναι η τέχνη της εξαπάτησης και αυτό φαίνεται από το πρώτο-πρώτο επεισόδιο όπου ο Don Draper πρέπει να βρει (διαφημιστική) λύση απέναντι στις πρώτες μελέτες που συνδέουν το κάπνισμα με τον καρκίνο του πνεύμονα. Η λύση δόθηκε μέσα από ένα τσιτάτο και αυτή ήταν η κλωστή για το ξήλωμα της πιο μυθικής δεκαετίας στη συλλογική μνήμη.
Η επιρροή της δεκαετίας του ‘60 στη ζωή μας είναι τόσο μεγάλη που μπορούμε να φανταστούμε πώς θα ήταν η ζωή μας αν παρακάμπταμε τις επόμενες δεκαετίες, αλλά όχι αυτή. Μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς ίντερνετ, αλλά δεν γίνεται να τη φανταστούμε χωρίς Rolling Stones. Είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό ότι θεωρούμε τα 60s θεμέλιο της κοινωνίας που ζούμε με έναν τρόπο που θεωρεί θέσφατες τις αλλαγές που έγιναν τότε στην κοινωνία, μια δεκαετία που γράφτηκε σε μάρμαρο, άσχετα από το αν γράφτηκε με μισές αλήθειες.
Είναι τόσο πυκνή η αλληλουχία σημαντικών γεγονότων σε αυτή τη δεκαετία, εκλογή και δολοφονία Κένεντι, άνθρωπος στο φεγγάρι, πόλεμος στο Βιετνάμ, κρίση πυραύλων στην Κούβα, civil rights movement, ταραχές στο Σικάγο του ‘68, δολοφονία MLK και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Αν στις ειδήσεις προσθέσουμε και τις κοινωνικές αλλαγές της δεκαετίας, τότε όχι μόνο καταλαβαίνουμε ότι αυτή η δεκαετία είχε χαρακτηριστικά μιας επανάστασης που δεν έχει γυρισμό, αλλά και το πόσο απρόσωπη ήταν αυτή η επανάσταση.
Οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι μόνο πρωταγωνιστές στη δουλειά τους. Η τέλεια και ατσαλάκωτη εικόνα τους στο γραφείο τους κάνει κομπάρσους σε όλα όσα δραματικά συμβαίνουν γύρω τους και τα παρακολουθούν σε οθόνες με κομμένη την ανάσα σαν να ήταν τυχαία γεγονότα, με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθήσαμε εμείς την 11η Σεπτεμβρίου. Αυτή η απρόσωπη εικόνα της παρακολούθησης της ιστορίας, δίνει στον θεατή τη δυνατότητα να δει τις κοινωνικές αλλαγές, από το οικογενειακό τραπέζι, μέχρι τον χώρο εργασίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το δίδυμο Joan Holloway και Peggy Olson. Έχουν ελάχιστα χρόνια διαφοράς αν και αμφότερες ανήκουν σε εκείνο το μεγάλο κύμα των γυναικών που βγήκαν από την κουζίνα τους για να δουλέψουν μαζί με άντρες. Αυτή η ελάχιστη διαφορά ηλικίας είναι που ορίζει και το πόσο σημαντική ήταν εκείνη η εποχή. Η Joan έχει μπει στην αγορά εργασίας λίγα χρόνια νωρίτερα και το ταβάνι της ως γραμματέας το έχει πιάσει ήδη. Η Peggy ξεκινώντας να εργάζεται το 1960 εκμεταλλεύεται τη ρευστή κατάσταση και καταλαβαίνει γρήγορα ότι δεν υπάρχει ταβάνι και όχι απλά καταφέρνει να ξεπεράσει στην ιεραρχία την Joan, αλλά κάθεται και στο ίδιο τραπέζι με τον Don και τον Roger.
Στα 92 επεισόδια που κράτησαν οι Mad Men υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες εξέλιξης της αμερικανικής, και κατά κάποιο τρόπο όλης της δυτικής κοινωνίας. Αυτό από μόνο του είναι θα ήταν αρκετό για να μπει στο πάνθεον των καλύτερων τηλεοπτικών σειρών, αλλά αυτή η σειρά το έκανε με έναν ασυναγώνιστο τρόπο.
Το 2007 ζούσαμε στην εποχή των κλώνων της εικόνας του Don Draper. Οι πετυχημένοι μετροσέξουαλ γιάπηδες όριζαν την εποχή μας μέσα από την εικόνα τους και εκεί ακριβώς ο Don Draper ήρθε και έβγαλε από πάνω του τη λουστραρισμένη του εικόνα, ξεγυμνώνοντας και τους ίδιους. Η ενδοσκόπηση του Draper ήταν και μια δική μας ενδοσκόπηση στα 7 χρόνια που κράτησε η σειρά.
Η κατάρρευση του κόσμου γύρω μας αποκάλυψε τόσο τη γύμνια αυτού του κόσμου, όσο και το πόσο επίπλαστη ήταν οι δικιά μας εικόνα απέναντι σε αυτόν τον κόσμο. Εκεί που όλοι θέλαμε να μοιάζουμε με την εικόνα του Don Draper, τελικά καταλάβαμε ότι έχουμε κάτι από αυτόν, αλλά ήταν από το μέσα του. Ένα μέσα που πάλευε να έρθει σε μια ισορροπία με τον έξω κόσμο, μια ισορροπία που ψάχνουμε κι εμείς. Γιατί τελικά τα ‘10s είναι εξίσου ενδιαφέροντα και πυκνά γεγονότων, ακόμα κι αν είναι κυρίως δυσάρεστα.
Μετά από 10+ χρόνια οικονομικής, 2+ χρόνια πανδημίας κι έναν πόλεμο στη γειτονιά μας που δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει και πόσο μεγάλες θα είναι τελικά οι συνέπειες, είμαστε στη θέση του Don Draper στο μάθημα yoga. Εκείνη η φανταστική ιδέα που θα μας επιτρέψει να κεφαλαιοποιήσουμε την εμπειρία, ίσως δεν είναι και τόσο μακριά, γιατί ό,τι κι αν γίνει πρέπει να σκάσουμε και να κολυμπήσουμε.