Κάποια στιγμή βρέθηκα στην παρουσίαση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος ενός συναδέλφου, όπου οι παρευρισκόμενοι έκαναν -όχι ηθελημένα- παρατηρήσεις για όλα εκείνα τα στοιχεία που έφερναν στο μυαλό τους τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν. Και, κάθε άλλο, δεν το έκαναν με αρνητικό σκοπό. Στο μυαλό τους ο Μαιγκρέ εκπροσωπούσε αυτό το avant-garde παρουσιαστικό ενός ανθρώπους που η δεκαετία του ‘30 του έδινε ούτως ή άλλως μία ατμόσφαιρα, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ακόμη και αν τα σενάρια κάποιων βιβλίων δεν ήταν τόσο δυνατά όσο άλλα, θα κατάφερναν να κερδίσουν το κόσμο για ένα και μοναδικό λόγο. Τον ίδιο τον επιθεωρητή Μαιγκρέ.
Αν όμως οι παραδοσιακοί λάτρες των δεκαετιών εκείνων και της vintage διάθεσης έβλεπαν κάτι σε πρόσωπα όπως εκείνο του Μαιγκρέ, του Ηρακλή Πουαρό, τις δις Μάρμπλς, η δεκαετία του ‘50 στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, άνηκε στον Γιάννη Τσιριμώκο – κατά κόσμον Γιάννη Μαρή. Ο αστυνόμος Μπέκας κυριάρχησε στον περιοδικό Τύπου και τις εφημερίδες της εποχής μιας και εκεί δημοσιευόντουσαν οι ιστορίες και ουσιαστικά γέννησε ένα καινούργιο genre από το μηδέν, με μορφές όπως εκείνη του Μαιγκρέ να κυριαρχεί ως επιρροή. Καλώς ή κακώς όμως, όλοι αυτοί οι μυθιστορηματικοί ευρωπαϊκοί ήρωες, είχαν έναν καθωσπρεπισμό που ουδεμία σχέση είχε με τα πρότυπα της λαϊκής και αστικής Ελλάδας του μεροκάματου εκείνης της εποχής. Ίσως και γι’ αυτό ο Μαρής, αποφάσισε να δώσει στον Μπέκα αυτή την τόσο ξεχωριστή ταυτότητα. Δεν προτίμησε να φτιάξει έναν ακόμη «τζειμσμποντισμό» στον ήρωα του όπως θα έκανε ο Τσιφόρος με τον Μίλων Φιρίκη.
Από Wikipedia
Ο Μπέκας είναι ένας καθημερινός λαϊκός τύπος, ακριβώς όπως πρόσταζε η mainstream διάθεση της εποχής. Το βλέπουμε και μέσα από τις αναφορές του συγγραφέα και δημοσιογράφου Φίλιππου Φιλίππου και μελετητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας. Ο Μπέκας δεν έχει την εμφάνιση του Σον Κόνερι ως 007. Είναι μετρίου αναστήματος, με παραπανίσια κιλά, έχει ένα μουστάκι το οποίο δεν το περιποιείται και ιδιαίτερα,είναι ντόμπρος, τίμιος και λίγο πρωτόγονος. Βαριέται την ποίηση, του αρέσει ο κινηματογράφος και λεπτομέρειες όπως το άγχος του για την εφορία τον βάζουν πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα – σαν να ήξερε ο Μαρής πως θα ήταν επίκαιρο μέχρι σήμερα. Όλοι οι παραπάνω λόγοι έκαναν τον Μπέκα πιο προσιτό στο ελληνικό κοινό, σε σημείο μάλιστα που οι πατεράδες μας είχαν βρει τον δικό τους μυθιστορηματικό ήρωα. Και με εμάς; Τι συνέβη με εμάς;
Παρότι ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης υπήρξε καταπληκτικός στην ενσάρκωση του αστυνόμου Μπέκα, οι Millennials σίγουρα θα θυμούνται την φιγούρα του Σταύρου Ξενίδη από τα επεισόδια εκείνα της κρατικής τηλεόρασης. Πέραν του ότι οι παραγωγές της εποχής ήταν πολύ καλοστημένες και προσεγμένες για την εποχή τους, το κύρος ενός ηθοποιού τέτοιου βεληνεκούς όπως εκείνο που διέθετε ο Σταύρος Ξενίδης, ήταν αρκετό για να γοητεύσει τον θεατή και να τον μυήσει στο να γίνει αναγνώστης. Στη μικρή οθόνη μεταφέρθηκαν μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα και γέννησαν την φήμη ενός, ίσως ανέλπιστου ήρωα. Πέρασαν χρόνια για να αναγνωριστεί ο Μαρής ως κλασσικός ενώ πριν μερικά χρόνια ονομάστηκε και επίσημα ως πατέρας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος.
Αυτό όμως που σίγουρα αξίζει σήμερα, είναι το συγγραφικό κληροδότημα του Γιάννη Μαρή. Είναι η διατήρηση της ταυτότητας ενός επιδραστικού συγγραφέα που έβαλε τον μεγάλο του λίθο στο αστυνομικό μυθιστόρημα και που ξεχώρισε με τέτοιο τρόπο στην παρουσίαση των χαρακτήρων και στην εξέλιξη των ιστοριών του, που σήμερα οι ιστορίες του όχι μόνο παρουσιάζονται και αναλύονται στο εξωτερικό, αλλά αποτέλεσαν και την αφορμή για δημιουργία σχολών δημιουργικής συγγραφής.
Αξίζει να δώσεις μία ευκαιρία ακόμη και σήμερα στον αστυνόμο Μπέκα. Και ας έχεις στο μυαλό σου την εξαιρετική διακωμώδηση του από τον Χάρυ Κλυν...