Στο σχολείο είχαμε διδαχθεί την κατάρα των Ατρειδών και όσα δεινά προξένησε αυτή στον οίκο τους έγινε προσφιλές θέμα πλοκής και για τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας. Από την τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου, μέχρι την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, έμοιαζε με ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για συναρπαστική πλοκή. Αιώνες μετά εμφανίστηκε μια άλλη «κατάρα», πάλι με κάποιους Ατρείδες πρωταγωνιστές.
Αυτή τη φορά η δραματουργία δεν βρήκε έμπνευση από κάποια τραγικά γεγονότα, αλλά μάλλον το αντίστροφο. Η ιστορία κάποιων Ατρειδών αυτή τη φορά ταλαιπώρησε δημιουργούς και θεατές που θέλησαν να απολαύσουν στη μεγάλη οθόνη τη μεταφορά ενός εκ των πιο επιδραστικών βιβλίων επιστημονικής φαντασίας του περασμένου αιώνα.
Ο ίδιος ο Lynch μπορεί να αποκήρυξε τη δική του απόπειρα του 1984 και του Jodorowsky να απέτυχε παταγωδώς, όμως ακόμα κι αν δεν υπήρχε αυτό το αρνητικό σερί να κρέμεται σαν λεπίδα γκιλοτίνας πάνω από τον λαιμό του Villeneuve, πάλι δύσκολα τα ήταν τα πράγματα.
Οι ταινίες που βασίζονται σε βιβλία ποτέ δεν είναι υψηλών απαιτήσεων στις περισσότερες περιπτώσεις. Η φήμη της μέτριας απόδοσης της πρόζας ενός κορυφαίου έργου, ακόμα και στην χειρότερη περίπτωση θα οδηγήσει περισσότερο κόσμο στα βιβλιοπωλεία. Όμως στην περίπτωση των βιβλίων τα οποία ακολουθούνται από μια ολόκληρη cult που άμεσα εξελίσσεται σε υποκουλτούρα, είναι εντελώς διαφορετική ιστορία.
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση με τους φανατικούς αναγνώστες των έργων του J.R.R. Tolkien να απειλούν ευθέως τους συντελεστές της τριλογίας μέχρι να βγει η πρώτη ταινία. Ο Peter Jackson θυμάται αστειευόμενος τις επιστολές και τα mail που λάμβανε με κυρίαρχο αίτημα να προσεγγίσει με τον δέοντα σεβασμό το αγαπημένο τους ανάγνωσμα. Αν είχε επιχειρήσει να γυρίσει την τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών στην εποχή των social media, είναι αμφίβολο το αν θα είχε καταφέρει να αντέξει στην πίεση και να δουλέψει απερίσπαστος.
Ο Villeneuve από την άλλη είχε πολύ πιο δύσκολη αποστολή να φέρει εις πέρας. Γυρίζοντας το Dune δεν έπρεπε να πάρει τις απαραίτητες αποστάσεις από τους Lynch και Jodorowsky, αλλά να ξεπεράσει και την εισπρακτική αποτυχία του Blade Runner 2049. Θεωρητικά η απόσταση από τις προηγούμενες απόπειρες ήταν το εύκολο κομμάτι, θα αρκούσε μια λίστα με όλα τα λάθη στη σειρά και να την ακολουθήσει ως αντιπαράδειγμα. Η κληρονομιά του Blade Runner 2049 ωστόσο, ήταν πολύ πιο δύσκολη αποστολή.
Το κοινό διχάστηκε, άλλοι είδαν την καλύτερη ταινία της δεκαετίας και άλλοι κοιμήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας εκ των πολλών μακρόσυρτων σεκάνς. Ακόμα και οι κριτικοί μπορεί να το εκθείασαν για την επική αναπαράσταση της επιστημονικής φαντασίας, όμως ούτε σε αυτούς ήταν πάνδημη η αποδοχή. Συνεπώς το βάρος ήταν πολύ μεγάλο στους ώμους του Denis Villeneuve.
Τελικά τα κατάφερε και όλοι, μα όλοι, συνηγορούν σε αυτή την εκτίμηση. Ειδικά με το Blade Runner 2049 κατάφερε το ακατόρθωτο, το Dune άρεσε και σε αυτούς που εκθείασαν το 2049, αλλά και σε αυτούς που το έθαψαν. Για να το πετύχει αυτό εξασφάλισε ένα cast από το πάνω ράφι ώστε ακόμα και στην περίπτωση που κάνει κοιλιά μια επική ταινία αυτής της διάρκειας, να σωθεί από την ομορφιά της.
Από τον Timotheé Chalamet και την Zendaya, μέχρι τους Jason Momoa και Dave Bautista, κατάφερε να παίξει σε ένα διπλό ταμπλό, αυτό της αψεγάδιαστης κι εύθραυστης ομορφιάς κι από την άλλη η ωμή ματσίλα της υπερηρωικής δράσης. Κάπου ανάμεσα βρίσκονται και οι Oscar Isaac, Rebecca Ferguson, Stellan Skarsgård και Javier Bardem. Αν δεν είναι αυτός ο ορισμός του cast για όλα τα γούστα, τότε ποιος είναι;
Τα καλά υλικά δεν είναι πάντα εγγύηση για καλό αποτέλεσμα, αν και πάντα είναι καλός οιωνός. Ο Villeneuve προσέγγισε το Dune με τρόπο που να το απογυμνώνει από την δυσνόητη πλοκή του. Δεν είναι μια απλοϊκή ταινία, το αντίθετο, απλά αντί να μπει στη διαδικασία της απόδοσης των λογοτεχνικών ανατροπών και λοιπών ευρημάτων, προτίμησε να κρατήσει την ουσία τους δίνοντας τη στο κοινό με τη μορφή της γενικότερης ατμόσφαιρας.
Η ομιχλώδης γραφειοκρατία και η φαντασιακή απεικόνιση του ζητήματος της γραφειοκρατίας γίνονται με έναν τρόπο που θυμίζει λίγο Star Wars, αλλά χωρίς την επιφανειακή προσέγγιση του George Lucas που θα του αφαιρούσε τη σινεφίλ διάσταση και θα εξόργιζε τους βιβλιόφιλους του Dune.
Πιστό στο πνεύμα της εποχής που θέλει τους πρωταγωνιστές των επικών ταινιών να είναι αντιήρωες, ο Timotheé Chalamet ως διάδοχος των Ατρειδών δεν έχει εμφανή ηρωικά σημάδια. Δεν είναι ακόμα έτοιμος για τον ρόλο που του έχει επιφυλάξει η ιστορία και η σχέση του με τη μητέρα του είναι στο επίκεντρο της προσοχής. Ο Paul είναι ένας ευάλωτος διάδοχος που θα αντάλλαζε τον ιστορικό του ρόλο με την ηρεμία του.
Ο Villeneuve με την προσέγγισή του προσπάθησε να συγκινήσει εξίσου το εφηβικό κοινό που διψάει για την επική τριλογία της γενιάς του, αλλά και το μεγαλύτερο κοινό που νιώθει μια νοσταλγία για ταινίες που δεν «χωράνε» στο φορμάτ μιας streaming πλατφόρμας. Κατάφερε να ισορροπήσει μεταξύ των μεγάλων σκηνών και του αργού «απλώματος» που απαιτεί μια επική ταινία με μια απότομη εναλλαγή, την έξυπνη χρήση της μουσικής και των «οραμάτων» του Paul που παρεμβάλλονται ως pop σφήνες σε μια ταινία που κυλάει πολύ πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε.
Ακόμα και όσοι πήγαν με τις καλύτερες προθέσεις να δουν το Dune του Villeneuve, είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την «ενόχληση» ότι θα δουν μόνο το πρώτο μισό της πλοκής του βιβλίου και θα προτιμούσαν να δουν ένα ολοκληρωμένο έργο. Ήταν ένα ακόμα ποντάρισμα στο ήδη μεγάλο στοίχημα του Villeneuve δείχνοντας έτοιμος να ξεκινήσει άμεσα τα γυρίσματα και του δεύτερου μέρους. Θα μπορούσε ακόμα και να εκβιάσει και στη δημιουργία ενός Dune σύμπαντος στη συνέχεια. Το τέλος του Dune όμως έδειξε πως δεν ήταν αυτός ο στόχος του Villeneuve.
Η ταινία στέκεται και από μόνη της και για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο μπορεί να δει μια άρτια ταινία με αμφιλεγόμενο τέλος. Ο Villeneuve δεν κέρδισε απλά το στοίχημα, αλλά το έστησε και με τους όρους του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση για αυτό που πήγε να κάνει πήρε τον χρόνο του και τον χώρο του για να κάνει το Dune όπως ήθελε και του άξιζε, ακόμα κι αυτό σημαίνει ότι θα το έκανε μια ταινία σε δόσεις που θα έχει συνολική διάρκεια 5+ ώρες.