Χωρίζοντας τον αμερικάνικο κινηματογράφο μεταξύ ποιότητας και θεάματος έχει προκύψει μια αυθαίρετη διαιρεση μεταξύ των δύο ακτών. Στην ανατολική ακτή, και πιο συγκεκριμένα στη ΝΥ, έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα του ποιοτικού κινηματογράφου, του ανεξάρτητου, του εναλλακτικού ή όπως αλλιώς θέλετε να τον πείτε. Το Tribeca και το Sundance είναι τα φεστιβάλ τα οποία οριοθετούν το είδος και κοιτούν με μια επιτηδευμένη περιφρόνηση τους «εμπορικούς».
Από την άλλη είναι το Hollywood, τα μεγάλα studio, οι παραγωγές με budget που αγγίζουν το ΑΕΠ μιας αναπτυσσόμενης χώρας, τα μεγάλα συμβόλαια και τα πανίσχυρα lobie. Το στερεότυπο που ακολουθεί τις χολιγουντιανές παραγωγές τις θέλει να δίνουν μεγαλύτερο βάρος στη δράση, την εύκολη παραγωγή συναισθημάτων και το ρηχό πολιτικό αντίκτυπο. Αντίστοιχα μοιράζονται και τα βραβεία μεταξύ των φεστιβάλ. Ο όγκος της παραγωγής ταινιών έχει δημιουργήσει μια όσμωση μεταξύ των δύο σχολών και αρκετές φορές έχουμε δει να παρεισφρύουν στα Oscars ανεξάρτητες ή ακόμα και μη αμερικάνικες παραγωγές, όμως δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Με την προτίμηση που δείχνει να έχει το Hollywood, και τα βραβεία που το χαρακτηρίζουν, γύρω από το διασκεδαστικό θέαμα, θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο να έχει ικανοποιήσει ένα από μεγαλύτερα αιτήματα για θέσπιση μιας νέας κατηγορίας βράβευσης, αυτή του καλύτερου stunt.
Η ιστορία αυτής της καμπάνιας ξεκινάει το 1991 με ηγετική της μορφή τον Jack Gill και αν το όνομά του δεν σας λέει κάτι απόλυτα λογικό γιατί οι κασκαντέρ είναι η πεμπτουσία του αφανούς ήρωα. Τον Jack Gill τον έχετε θαυμάσει σίγουρα σε δράση ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζετε το πρόσωπό του. Θυμάστε τους Sean Connery και Nicolas Cage στο The Rock να κάνουν την πιο τρελή καταδίωξη που έχει γίνει στο San Francisco από την εποχή του Bullitt; Τόσο το μαυρο Hummer όσο και την κίτρινη Ferrari, ο Gill τα οδηγούσε. Επίσης είναι μέγας μετρ των αλμάτων με αυτοκίνητα καθώς είχε αναλάβει τις χαμηλές πτήσεις στους Dukes of Hazzard και στον Ιππότη της Ασφάλτου.
Όσο και να υποκρινόμαστε τους κουλτουριάρηδες, όλοι απολαμβάνουμε ένα καταιγιστικό κυνηγητό με αυτοκίνητα, μια μάχη σώμα με σώμα πάνω από έναν γκρεμό ή μια εντυπωσιακή έκρηξη. Πρωταγωνιστές αυτών των σκηνών φυσικά δεν είναι οι αγαπημένοι μας ηθοποιοί, αλλά σε μια μορφή inception κάποιοι που υποδύονται τους ηθοποιούς. Όσο σκηνοθετημένα και αν είναι τα «ακροβατικά» που βλέπουμε δεν παύουν να είναι σκηνές που περιέχουν ένα σημαντικό ποσοστό κινδύνου και αυτό απαιτεί τη χρήση ειδικά εκπαιδευμένων ανθρώπων, των stuntmen ή κασκαντέρ όπως καθιερώθηκαν στην Ελλάδα.
Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν κάποια ουσιαστική καλλιτεχνική παιδεία, ούτε έχουν φοιτήσει σε κάποια δραματική σχολή μελετώντας Shakespeare. Συνήθως είναι πρώην αγωνιζόμενοι σε μηχανοκίνητα σπορ ή παλαίμαχοι αθλητές άλλων αγωνισμάτων. Όχι διάσημοι αθλητές, τις περισσότερες φορές με καριέρα που ανακόπηκε πρόωρα λόγω κάποιου τραυματισμού, άλλες φορές απλά δεν κατάφεραν να γίνουν πρωταθλητές και να βιοποριστούν από τον αθλητισμό. Στοιχεία που δρουν αθροιστικά ώστε να θεωρούνται αναλώσιμοι και να μνημονεύονται στο τέλος των credits όταν η αίθουσα έχει πλέον αδειάσει και μαζεύουν τα pop corn από το πάτωμα και την ετοιμάζουν για την επόμενη προβολή.
Στον αγώνα που δίνει όλα αυτά τα χρόνια ο Jack Gill και το σωματείο των κασκαντέρ δεν σταματούν να θυμίζουν τον ουσιαστικό τους ρόλο στην παραγωγή του θεάματος μιας ταινίας. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, κασκαντέρ δεν χρησιμοποιούνται μόνο σε ρηχά blockbuster με πιστολίδια και αμάξια που παίρνουν φωτιά, αλλά και σε ταινίες σταθμούς στην ιστορία της 7ης τέχνης. Η Ακαδημία έχει επανειλημμένα αρνηθεί τη θέσπιση ενός βραβείου για το καλύτερο stunt χωρίς καμία αξιολόγηση. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο μία φορά έθεσε προς ψήφιση το ζήτημα και καταψηφίστηκε πάλι χωρίς καμία εξήγηση.
Όλοι μπορούμε να μαντέψουμε την εξήγηση και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι οι κασκαντέρ δεν θεωρούνται καλλιτέχνες. Το ίδιο γίνεται στα τεχνικά Oscars όπως αυτά του μοντάζ ή του ήχου, τα οποία θεωρούνται υποδεέστερα χωρίς καμία αξία. Φυσικά οι σκηνοθέτες και οι πρωταγωνιστές των ταινιών γνωρίζουν πόσο αναντικατάστατοι είναι όλοι οι μη καλλιτέχνες σε μία παραγωγή. Στον αγώνα του Jack Gill και των κασκαντέρ έχουν συστρατευτεί δεκάδες διάσημοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί. Από τον Arnold Schwarzenegger και τον Keanu Reeves, μέχρι τον Martin Scorsese και τον David Spielberg ζητούν να μπει ένα τέλος στην αδικία αυτή.
Κάποιοι πιο κυνικοί πιστεύουν ότι δεν είναι εμπορικό ένα τέτοιο βραβείο, δεν υπάρχει ένα ισχυρό lobbi να το στηρίξει από πίσω και μάλιστα κάποιοι πιστεύουν πως θα κάνει κακό στο κύρος και τελικά στο κασέ των μεγάλων πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα το Oscar για την καλύτερη ταινία animation είναι σχετικά πρόσφατο και η προσθήκη έγινε μετά από «πιέσεις» των μεγάλων studio. Για όσους ανησυχούν για το τραυματισμό του κύρους των ηθοποιών φοβούνται ότι αν το κοινό δει το πρόσωπο αυτού που έκανε εκείνη στη σκηνή δράσης, τότε ο ηθοποιός θα απομυθοποιηθεί και θα θαμπώσει το άστρο του.
Το ζήτημα είναι πολύ μεγαλύτερο από να βρούμε το καλύτερο «καουμποϊλίκι» της χρονιάς και να δώσουμε το αντίστοιχο βραβείο σε κάποιον κάγκουρα, είναι ένα ουσιαστικό ζήτημα αναγνώρισης της προσφοράς κάποιων ανθρώπων, που όχι μόνο μοχθούν για να βγει μια ταινία, αλλά τραυματίζονται ή μπορεί να χάσουν και τη ζωή τους ακόμα γι’αυτή.
Μάλιστα υπάρχει ένας ακόμα λόγος που κάνει πιο επιτακτική από ποτέ την αναγνώριση των κασκαντέρ στην 7η τέχνη, το γεγονός ότι δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. To CGI, η ολοένα και μεγαλύτερη ψηφιοποίηση δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες παραγωγής να προσομοιάσουν μια σκηνή δράσης μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή και ένος green room. Έστω και τώρα ήρθε η ώρα της αναγνώρισης των πραγματικών action heroes.