Πρέπει να ήμουν 6-7 ετών όταν ο πατέρας μου μου μίλησε για πρώτη φορά για τον Harry Houdini. Ο τρόπος ήταν αρκετά ασυνήθιστος. Δεν ήταν ο τύπος της θεωρίας και των αναλύσεων. Προτιμούσε να μιλάει με πράξεις. Ξεκίνησε να μου δείχνει κόλπα με κάρτες, προσπαθώντας να με πείσει ότι με κάποιον τρόπο διάβασε το μυαλό μου και ήξερε ακριβώς ποια κάρτα τράβηξα από την τράπουλα που κρατούσε. Εντυπωσιάστηκα που μπορούσε να βγάλει το κόλπο, αλλά η αλήθεια είναι ποτέ δεν πίστεψα ότι είχε μαγικές ικανότητες. Ήξερα ότι είναι κόλπο και ήθελα να το κάνω κι εγώ. Πήρα την τράπουλα και άρχισα να κάνω πρόβες. Απέτυχα παταγωδώς, όπως ακριβώς και ο Houdini που, όταν είδε ότι οι κάρτες δεν ήταν το δυνατό του σημείο, αποφάσισε να γίνει μάγος αποδράσεων. Έκανε βουτιές σε ποτάμια αλυσοδεμένος, θαβόταν ζωντανός και έδινε στα τέλη των 1800s ένα θέαμα που σόκαρε τη συνηθισμένη, μη μαγική ζωή τους.
Δεν ξέρω τι βιώματα μπορεί να είχε ο Christopher Nolan που να τον οδήγησαν στην επιλογή αυτού του θέματος. Όπως όλες του οι ταινίες, το Prestige δεν είναι σε καμία περίπτωση επιφανειακό. Ακόμα και παρουσιάζοντας ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε υπό άλλα χέρια να μείνει απλά στο εμπορικό του θέματος. Παρουσιάζει την ιστορία δύο φιλόδοξων μάγων που κατέληξαν αντίπαλοι από τον αιφνίδιο και τραγικό πνιγμό της συντρόφου του ενός (σ.σ. το CPR / καρδιαναπνευστική ανάνηψη δεν είχε εφευρεθεί τότε), αλλά με έναν τρόπο που ξέρεις ότι αυτός που βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα, όχι μόνο το έχει ψάξει, αλλά είναι πορωμένος γι’ αυτό. Πόσους σκηνοθέτες ξέρεις να έχουν σκεφτεί να μπλέξουν την πλευρά της μαγείας του θεάματος με τις μηχανές του Nicolas Tesla και μία sci-fi μηχανή που δημιουργεί κλώνους τηλεμεταφέροντας τον αρχικό αποδέκτη της ενέργειάς της σε μέρη της αρεσκείας της; Ειλικρινά, όσο και να τον έχεις συνηθίσει με τις ταινίες που έχουν ακολουθήσει τη δεκαπενταετία μετά το Prestige, πηγαίνοντας πίσω πάλι μένεις να εντυπωσιάζεσαι από κάθε μικρή λεπτομέρεια.
Η επιλογή του David Bowie στον ρόλο του Tesla μόνο αμελητέα δεν ήταν. Τόσο για την ταινία όσο και για τον ηθοποιό. Η κινηματογραφική απόδοση του εφευρέτη και ηλεκτρικού μηχανικού είναι ένα κόσμημα για την παραγωγή του Nolan και μία κομβική απόδειξη για την ικανότητα του Bowie στην υποκριτική για όσους είχαν την παραμικρή αμφιβολία μέχρι το 2006. Εξ ου και ο σκηνοθέτης, όπως ομολόγησε μετά τον θάνατο του ηθοποιού το 2016, τον παρακάλεσε να δεχτεί τον ρόλο, αφού στην αρχή εκείνος δεν ήθελε και τον απέρριψε. Μπορούσε να δει την προοπτική σε αυτό το πάντρεμα. Να ταιριάξει λεπτομέρειες στο φαινομενικά παγωμένο αλλά στην πραγματικότητα γεμάτο αυτοπεποίθηση και λίγη έπαρση βλέμμα του Tesla με αυτό του Bowie. Αν μπορείς να πεις ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν ένστικτο, ο Nolan ανήκει σίγουρα σε αυτούς.
Τότε, ο σκηνοθέτης δεν είχε προλάβει ακόμη να χτίσει το όνομα που έχει σήμερα στον κινηματογράφο. Το Memento σίγουρα είχε τραβήξει τα βλέμματα σε έναν νέο, ποιοτικά εμπορικό τρόπο παραγωγής ταινιών, όμως υπήρχε δρόμος για τα masterpieces της συνέχειας. Η τρέλα του Nolan με τη φυσική και την επιστήμη δεν μπορούσαν ποτέ να κρυφτούν. Πέντε χρόνια δουλειάς πάνω στο σενάριο είναι πολλά περισσότερα από όσα αφιερώνουν άλλοι στη θέση του και, μάλιστα, αυτός το έκανε παρά το ότι ουσιαστικά είχε έτοιμη τη βάση από το ομώνυμο βιβλίο του Christopher Priest. Τι έκανε; Έφτιαξε μία ψευδαίσθηση για μία ψευδαίσθηση. Όπως οι μάγοι πρωταγωνιστές του με τα κόλπα τους, έτσι κι εκείνος έφτιαξε περίτεχνα αλλά κατανοητά ένα έργο τριών σταδίων, ξεκινώντας από μία υπόσχεση στο κοινό πηγαίνοντας σε μία στροφή στην υπόθεση και καταλήγοντας στην αίγλη με την αποκάλυψη της ψευδαίσθησης που μέχρι και τα τελευταία λεπτά είχε δημιουργήσει η υπόθεση στο μυαλό του θεατή. Ο νους σου βρίσκεται να εκρήγνυται στην αποκάλυψη των δίδυμων αδερφών που παραπέμπουν περισσότερο σε κάποια λαϊκή αλληγορία του καλού και του κακού, του ψέματος και της αλήθειας, αφήνοντάς σε κάπου στο μεταίχμιο, χωρίς καμία σιγουριά σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει, να κάνεις τις δικές σου υποθέσεις. Γιατί αυτό συμβαίνει στις πραγματικά καλές ιστορίες. Δεν παραδίδουν ένα έτοιμο μασημένο γεύμα, αλλά βάζουν τον θεατή να σκεφτεί και να φτιάξει τα δικά του παρακλάδια. Μία διαφορετική ιστορία για τον κάθε θεατή.
Λίγο πριν γίνει το μεγάλο ξέσπασμα με την τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη -που λόγω αυτής άργησε να τελειώσει και το Prestige, αφού η WB στρατολόγησε τον Nolan και τον έβαλε γρήγορα να φανταστεί από την αρχή έναν από τους πιο εικονικούς ήρωες κόμικς που έχουν δημιουργηθεί ποτέ- ο σκηνοθέτης παρέδωσε στο κοινό μία ταινία που ουσιαστικά παρουσίασε την ουσία της ύπαρξής του. Έδειξε ότι ένας δημιουργός δεν ασχολείται μόνο με το εμπορικό της υπόθεσης και δεν έχει αυτοσκοπό το να κόψει εισιτήρια. Περισσότερο το να γνωρίσει τους θεατές σε άλλους κόσμους. Σε θέματα που περισσότερο θα περίμενες να βρεις σε πανεπιστημιακά δοκίμια παρά στην κορυφή του παγκόσμιου box-office. Έκανε τον κόσμο να ενδιαφερθεί για τα παλιακά για πολλά χρόνια κόλπα των μάγων και ξεκίνησε μία εξαετή συνεργασία με τον Christian Bale και τον Michael Caine, που σημάδεψε τον κινηματογράφο με την τρομακτική και ενίοτε ωμή απόδοση του ανθρώπινου στοιχείου των χαρακτήρων. Το Prestige είναι η ταινία που απέδειξε ότι ακόμα και το πιο απαρχαιωμένο θέμα μπορεί να γίνει καινοτομία υπό τον κατάλληλο δημιουργό και την ομάδα του. Η ταινία που έχει να λέει ότι έκανε τον Bale, τον Caine, τον Bowie, τον Hugh Jackman, τον Andy Serkis και τη Scarlett Johansson να βρεθούν στο ίδιο πρότζεκτ και να μεγαλουργήσουν.