To Generation Kill είναι ένα ακατέργαστο τηλεοπτικό διαμάντι

Κάποιος έβαλε στο shaker του ΗΒΟ μια μεζούρα Band of Brothers, μια μεζούρα Black Hawk Down και μια γενναιόδωρη δόση gonzo αφήγησης και δημιούργησε ένα 8ωρο καθηλωτικό show. 

Ο Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου έχει μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος πόλεμος μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Δεν ήταν όμως η μοναδική του πρωτιά. Για πρώτη φορά είδαμε έναν πόλεμο, όχι μέσα από φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ αλλά σε live μετάδοση. Οι δορυφορικές συνδέσεις και η ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο αναβάθμισαν τον ρόλο της επικοινωνιακής διαχείρισης των εμπόλεμων συρράξεων. Η δημοσιογραφική κάλυψη πλέον δεν γινόταν με πληροφορίες από το πεδίο της μάχης τις οποίες επεξεργαζόταν κάποιος στη Νέα Υόρκη και να τις παρουσιάζει μέσα από τη δική του ματιά. Αυτό που έβλεπε ο τηλεθεατής εκείνη τη στιγμή ήταν το ρεπορτάζ. Μοιραία τα ρεπορτάζ έγιναν σε μεγάλο βαθμό μέρος του ασύμμετρου ψυχολογικού πολέμου που διεξάγεται παράλληλα με τον κανονικό. Η αξιοπιστία και η αμεροληψία δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα με προπέτασμα καπνού την ανάγκη για ελεγχόμενη παροχή πληροφοριών ώστε να μην τις αξιοποιήσει ο εχθρός.

Η embedded δημοσιογραφία κινδύνευε να απαξιωθεί πριν ακόμα καθιερωθεί και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έκανε ακόμα χειρότερη την κατάσταση. Η συμμαχική νίκη που δεν ερχόταν ποτέ και η «αορατότητα» του εχθρού επιδείνωσε την ατμόσφαιρα. Το Πεντάγωνο άκουσε το καμπανάκι και στον πόλεμο του Ιράκ που ακολούθησε, έβαλε νερό στο κρασί του. Έτσι κι αλλιώς ήταν ένας πόλεμος εξαιρετικά δύσκολος ώστε να δικαιολογηθεί στην κοινή γνώμη. Το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου, ενώ το Αφγανιστάν παρέμενε μια ανοιχτή πληγή στο γόητρο της υπερδύναμης, μαζί με τις έωλες δικαιολογίες για σχέσεις του μπααθικού καθεστώτος με την ισλαμική τρομοκρατία δεν έπειθαν ούτε την κοινή γνώμη, ούτε τους συμμάχους των ΗΠΑ. Η πιο χαλαρή προσέγγιση της δημοσιογραφικής κάλυψης ήταν μονόδρομος. Η χοντροκομμένη προπαγάνδα θα έριχνε κι άλλο λάδι στη φωτιά οπότε σε αυτόν τον πόλεμο βρήκαν δουλειά και οι πιο liberal δημοσιογράφοι. Κάπου εδώ ξεκινάει η εμπλοκή του Evan Wright, αρθρογράφου στο Rolling Stone και το Vanity Fair και συγγραφέας.

 

Σκεπτικιστής ως προς τη δικαιολόγηση της εισβολής στο Ιράκ μάλλον αναζητούσε την επιβεβαίωση μέσα από όσα θα έβλεπε και θα κατέγραφε. Ανάμεσα σε όλους τους δημοσιογράφους οι οποίοι θα πήγαιναν στο Ιράκ, για τον Wright διάλεξαν την πιο «μάχιμη» embedded θέση. Θα ήταν από τους πολύ πρώτους που θα έμπαιναν στο Ιράκ, πολύ νωρίτερα κι από τους περισσότερους στρατιώτες, αφού ακολουθούσε το 1ο τάγμα αναγνώρισης του σώματος πεζοναυτών. Μπροστά από τις κύριες στρατιωτικές δυνάμεις είχε τη δυνατότητα να δει πολλές φορές αυτό το μεταίχμιο του ετοιμόρροπου ιρακινού καθεστώτος, τις επευφημίες των ιρακινών που υποδέχονταν τους απελευθερωτές από την τυραννία και την αρχή της αμερικανικής κατοχής που ξεκινούσε αμέσως μετά. Η εμπειρία του δημοσιεύτηκε στο Rolling Stone σε συνέχειες, οι οποίες μετά εκδόθηκαν σε βιβλίο και τέλος πάνω στο βιβλίο βασίστηκε η μίνι-σειρά Generation Kill του HBO. Για λόγους δραματουργικούς, καλλιτεχνικής λογοκρισίας ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές μεταφορές πάρα πολλές φορές απέχουν παρασάγγας από το βιβλίο. Στο Generation Kill αυτό δεν συμβαίνει.

Οι δημιουργοι του, οι ίδιοι που βρίσκονται που βρίσκονται πίσω από το The Wire, δεν ήθελαν να ωραιοποιήσουν τίποτα σε αυτόν τον πόλεμο. Έμειναν πιστοί σε μια faux documentary προσέγγιση στεγνής απεικόνισης των γεγονότων. Η όποια καλλιτεχνική εναλλακτική περιορίστηκε στα πλάνα με διεύθυνση φωτογραφίας εμπνευσμένη από video games τύπου Call of Duty με τα close ups στα Hummer και τη γρήγορη εναλλαγή πλάνων. Για την όσο το δυνατόν πιο πίστη αναπαραγωγή όσων έγιναν στο πρωταγωνιστικό cast συμμετείχαν δύο βετεράνοι πεζοναύτες και μάλιστα ο ένας από αυτούς υποδύεται τον εαυτό του ο οποίος με τη λήξη της θητείας του ακολούθησε καριέρα ηθοποιού. Η σειρά πιάνει το νήμα από την αρχή, λίγο πριν την εισβολή και τελειώνει με την κατάληψη της Βαγδάτης. Η σχετικά αραιή συμπύκνωση ενός πολέμου 40 ημερών σε 8 ώρες τηλεοπτικού χρόνου αντισταθμίζεται από το ότι οι δημιουργοί της σειράς δεν κάνουν καμία προσπάθεια να εξηγήσουν κάτι στον θεατή.

 

Όπως και στο The Wire, ο τηλεθεατής χτίζει σταδιακά το γνωσιακό του background. Όπως ακριβώς το έζησε και ο Wright, βιώνεις έναν συνεχή βομβαρδισμό στρατιωτικής ορολογίας και αρκτικόλεξων χωρίς καμία εξήγηση μέχρι να καταλάβεις από την πλοκή. Σε αντίθεση με τη μασημένη τροφή της embedded δημοσιογραφίας και των γλαφυρών ηρωικών πορτρέτων των μαχητών της ελευθερίας, εδώ δίνεται η οπτική κάποιου που συμμετείχε σε όλα αυτά και με βάση την ακατέργαστη πληροφορία θα μάθεις και θα βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Οι στρατιώτες δεν παρουσιάζονται σαν ρομαντικοί ιππότες, είναι νέοι με περιορισμένες ευκαιρίες που είδαν σαν μοναδική διέξοδο να υλοποιήσουν τα αμερικανικό όνειρο. Ένα όνειρο που γίνεται όλο και πιο δύσκολο σε μια κοινωνία ανισοτήτων. Ανισότητες ανάγλυφες και στη διαβάθμιση των προσώπων, δίπλα στον μέτριο αξιωματικό που κάνει καριέρα λόγω βύσματος θείου στρατηγού να βρίσκεται δίπλα στον πρώτης γενιάς μετανάστη που με τα βίας μιλάει αγγλικά και παίζει κορώνα γράμματα τη ζωή του για μια πατρίδα που δεν είναι πολύ σίγουρο ότι τον θεωρεί δικό της παιδί.

Ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας που χτίζεται σε αυτα τα 8 επεισόδια δεν έχει σάρκα και οστά. Είναι η άυλη σχέση μεταξύ του δημοσιογράφου και των πεζοναυτών μέσα σε ένα Hummer. Η αρχική καχυποψία του liberal δημοσιογράφου που ήθελε να φτύσει πάνω στις αξίες και τα ιδανικά των πεζοναυτών κράτησε λίγο. Η θητεία του Wright στο περιοδικό Hustler άνοιξε την πόρτα της καρδιάς των, μάλλον επιφανειακά συντηρητικών ανδρών. Ακόμα και στις ελάχιστες αψιμαχίες που στις οποίες ενεπλάκησαν μπροστά σε έναν στρατό που παραδιδόταν πριν ακόμα του ζητηθεί, το πλήρωμα του συγκεκριμένου Hummer δεν στερήθηκε χέρια. Μπορεί να είχαν έναν πολεμιστή λιγότερο αλλά όταν χρειάστηκε, ο Wright κράτησε κι αυτός όπλο. Αν ψάχνετε ήρωες σε μια πολεμική σειρά θα δείτε τον Brad ‘Iceman’ Colbert, ένας λοχίας που κέρδισε το προσωνύμιό του χάρη στην ολύμπια ηρεμία χάρη στην οποία κατάφερε να κρατήσει ζωντανούς τους υφιστάμενούς του. Η ψυχραιμία είναι μια σπάνια αρετή σε ένα κυκεώνα παράνοιας και σύγχυσης όπως αυτός ο πόλεμος που έγινε για να βρεθούν τα όπλα μαζικής καταστροφής.

 

Όπλα τα οποία αναζητήθηκαν με ζέση από το 1ο τάγμα αναγνώρισης. Όπως ξέρουμε τα όπλα δεν βρέθηκαν ποτέ και όταν τελικά μπήκαν στη Βαγδάτη, ο Wright έθεσε και πάλι το ερώτημα για το που είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο κουβαλήθηκαν μέχρι εκεί διά πυρός και σιδήρου. Στο τέλος θα δείτε τον Mad Dog Mattis, τότε Υποστράτηγο, να αποχαιρετά αμήχανα τον δημοσιογράφο χωρίς απάντηση για τον λόγο που βρέθηκαν εκεί, λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν ο 26ος υπουργός άμυνας των ΗΠΑ. 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved