Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και η πιο διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ου αιώνα μετά τον Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Οι παρακαταθήκη της μεγάλη μιας και το όνομά της ταυτίστηκε με μία συγκεκριμένη οικονομική σχολή σκέψης, ενώ ακόμα και σήμερα προκαλεί πάθη. Η νέα σεζόν του The Crown που κυκλοφορεί στο Netflix ενώνει τους απανταχού λάτρεις όχι μόνο της σειράς αλλά και τους ιστοριοδίφες οι οποίοι έχουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ταξιδέψουν στον χρόνο και να δουν από την… κλειδαρότρυπα όλες τις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό και το παλάτι που καθόρισαν την τύχη της Βρετανίας μέχρι σήμερα.
Ποια ήταν όμως η Μάργκαρετ Θάτσερ που ενσαρκώνει τόσο επιτυχημένα η Gillian Anderson;
Το προσωνύμιό της έως και σήμερα «Σιδηρά Κυρία», ωστόσο την έχουν αποκαλέσει με πολλά επίθετα, όπως η «Κόρη του Μπακάλη» σε μία προσπάθεια να την μειώσουν λόγω της ταπεινής της καταγωγής. Από την άλλη το «Σιδηρά Κυρία» ήταν… ξενόφερτο μιας και της το είχαν προσάψει οι Σοβιετικοί για την ασυμβίβαστη πολιτική της και το ύφος της ηγεσίας της. Κυβέρνησε για 11 συναπτά χρόνια (1979-1990) και η πολιτική της ονομάστηκε «θατσερισμός» και μέσω αυτού προωθήθηκε η ελευθερία της αγοράς, με πρακτικές που συγκρούονταν με τον προστατευτισμό, δίνοντας ζωή σε έναν άλλο όρο με το όνομα «φιλελευθερισμός».
Το πατρικό της όνομα ήταν Margaret Hilda Roberts. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925, πάνω από το μπακάλικο του πατέρα της, στην πόλη Γκράνθαμ της κεντρικής Αγγλίας. Ο πατέρας της αναμειγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας Εκκλησίας Μεθοδιστών. Η οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Φοίτησε στο Κολλέγιο Σόμερβιλ και το 1944 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία και ειδικά κρυσταλλογραφία. Το 1946 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες ως ερευνήτρια χημικός.
Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, την ίδια χρονιά που η ίδια τελείωσε τις σπουδές της, ειδικευόμενη στο φορολογικό δίκαιο. Στις εκλογές του 1950 και του 1951 ήταν υποψήφια με το Συντηρητικό Κόμμα στην εκλογική περιφέρεια του Ντάρτφορντ, ένα από τα προπύργια του Εργατικού Κόμματος, και παρότι δεν εξελέγη, κατόρθωσε να αυξήσει τις ψήφους προς το κόμμα της και να μειώσει αισθητά την απόσταση που τη χώριζε από το βασικό της αντίπαλο.
Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς το σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό». Διετέλεσε «σκιώδης» υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν τις εκλογές του 1970. Το 1973, ως υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Χιθ, κατάργησε τη διανομή δωρεάν γάλακτος στα σχολεία προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και δίνοντας στους συμπατριώτες της μια πρώτη γεύση από την άτεγκτη αποφασιστικότητα που τη χαρακτήριζε. Το 1975 εξελέγη αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο από τον προηγούμενο χρόνο βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Στις επόμενες εκλογές, στις 3 Μαρτίου 1979, εξελέγη πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας με ποσοστό σχεδόν 45% και παρέμεινε στο τιμόνι της χώρας ως το 1990. Με την εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν στην προεδρεία των ΗΠΑ, οι δυο ηγέτες γίνονται αχώριστο δίδυμο, δίνοντας το σύνθημα για την οικονομική σταυροφορία που θα σάρωνε ολόκληρο τον πλανήτη. Η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας της σημαδεύτηκε από το Βορειοϊρλανδικό Ζήτημα και τον Πόλεμο των Φόκλαντς. Τον Απρίλιο του 1982, ξέσπασε ο πόλεμος των Φόκλαντς, νησιών στον Νότιο Ατλαντικό, που διεκδικούσε και είχε καταλάβει προσωρινά η Αργεντινή. Η Βρετανία επικράτησε στα πεδία των μαχών και ανακατέλαβε τα νησιά.
Τον Ιούνιο του 1983 εξελέγη για δεύτερη θητεία στην πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας, εξασφαλίζοντας μεγάλη πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος στην Βουλή των Κοινοτήτων.Η δεύτερη σαρωτική νίκη της στις εκλογές τής έλυσε τα χέρια, προκειμένου να εφαρμόσει ένα αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, αγνοώντας τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και «λυγίζοντας» ανεπανόρθωτα τα συνδικάτα. Η απεργία που σημάδεψε την πρωθυπουργία της ήταν αυτή των ανθρακωρύχων, που διήρκεσε ένα χρόνο (1984-85). Στο τέλος οι απεργοί ηττήθηκαν και πολλά από τα υπό κρατικό έλεγχο ανθρακωρυχεία έκλεισαν. Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1984 μια βόμβα εξερράγη σε ξενοδοχείο του Μπράιτον, όπου είχαν καταλύσει η Θάτσερ και η κυβέρνησή της για το συνέδριο των Συντηρητικών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα. Η Bρετανίδα πρωθυπουργός δεν έπαθε το παραμικρό, αλλά ο IRA πήρε την εκδίκησή του, καθώς ανέλαβε την ευθύνη.
Τον Ιούνιο του 1987 οδήγησε το κόμμα της σε μια τρίτη ιστορική νίκη. Τρία χρόνια αργότερα οι Συντηρητικοί την αμφισβήτησαν με αφορμή τις αντιευρωπαϊκές θέσεις της (ήταν αντίθετη με την είσοδο της Βρετανίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και υπέρμαχος από τότε του Brexit) και την δημοσιονομική της πολιτική, που ήταν αρκούντως νεοφιλελεύθερη. Στις 22 Νοεμβρίου 1990, έπεσε θύμα εσωκομματικού πραξικοπήματος και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Την διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Τζον Μέιτζορ.
Το φθινόπωρο του 2001 έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, ενώ γιόρταζε με το σύζυγό της την 50ή επέτειο του γάμου τους στη Μαδέρα. Τα εγκεφαλικά συνεχίστηκαν και, κατόπιν συμβουλής των γιατρών της, αποφάσισε να αποσυρθεί από το προσκήνιο. Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε στις 8 Απριλίου 2013 στο Λονδίνο, σε ηλικία 87 ετών.