Η απόσταση από την Ελλάδα μέχρι το Βιετνάμ είναι πάνω από 8500 χλμ.και για να πας από την Αθήνα στη Σαϊγκόν χρειάζεται μια πολύωρη πτήση με ανταπόκριση. Ο μέσος Έλληνας μάλλον δεν έχει γνωρίσει ποτέ του κάποιον Βιετναμέζο και αν του ζητήσεις να ονομάσει δύο Βιετναμέζους που έχει ακουστά, μετά τον Χο Τσι Μινχ μάλλον δεν θα βρει δεύτερο όνομα. Ακόμα και το να δείξει κάποιος στον χάρτη τον Βιετνάμ θα είναι αξιοθαύμαστο αν πετύχει στο περίπου την ευρύτερη περιοχή που κάποτε άκουγε στο αποικιακό Γαλλική Ινδοκίνα. Η πανθομολογούμενη άγνοια για βασικές πληροφορίες για αυτή τη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, αυτό δεν μας έχει εμποδίσει να δούμε αμέτρητες ταινίες με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ. Deer Hunter, Apocalypse Now, Good Morning Vietnam, Platoon, Full Metal Jacket, Forrest Gump, και αν συνεχιζόταν η λίστα θα έπρεπε να γραφτεί ένα ακόμα άρθρο, είναι μόνο μερικές από τις πιο εμβληματικές που έχουν γυριστεί για το θέμα. Θα ήταν εύλογο με τόση πολλή, και τόσο καλής ποιότητας, κατανάλωση pop culture να γνωρίζαμε περισσότερα γι’αυτόν τον λαό.
Τελικά όμως γνωρίζουμε ελάχιστα ακόμα και για τον ίδιο τον πόλεμο. Βασική θεματολογία σχεδόν όλων των ταινιών η διστακτικότητα των κληρωτών, η πολεμοκαπηλία των στρατηγών και ένας απρόσωπος βιετναμέζικος λαός που παραμένει παγερά αγοήτευτος από την τρυφηλότητα της μικρής αμερικανικής νησίδας της Σαϊγκόν. Στην επίσημη βιετναμέζικη ιστορία ο πόλεμος έχει καταγραφεί ως ο «Αμερικάνικος Πόλεμος» και μάλλον είναι σωστότερος όρος. Οι συνέπειες της ήττας, οι εικόνες της εκκένωσης με το τελευταίο ελικόπτερο στην ταράτσα της πρεσβείας, χάραξαν μια τομή η οποία, ακόμα και σήμερα 50 χρόνια μετά, ορίζει την αμερικανική κοινωνία. Τις συνέπειες αυτές προσπαθεί να καταγράψει και να ερμηνεύσει αυτό το φαραωνικό ντοκιμαντέρ παραγωγής PBS. Στο άκουσμα της συνολικής διάρκειας των 18 ωρών τρομάζεις αρχικά, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος. Η σκηνοθεσία του Ken Burns σε κρατάει καθηλωμένο μπροστά στην οθόνη (σε οποιαδήποτε οθόνη, εγώ το είδα στο smartphone) βομβαρδίζοντας σε συνεχώς με πληροφορία χωρίς όμως να γίνεται κουραστικό. Είναι άξιο θαυμασμού το πως στήθηκε ένα τόσο εκπαιδευτικό, και τόσο ογκώδες, ντοκιμαντέρ αποφεύγοντας το δασκαλίστικο ύφος που μαστίζει συχνά-πυκνά το είδος.
Σε μια σύνδεση με τις ταινίες για το Βιετνάμ, διατηρείται η επαφή με την pop culture αναδεικνύοντας και τις πολιτιστικές επιρροές του πολέμου. Άλλωστε σε ποιον δεν έχει αποτυπωθεί η εικόνα ενός ελικοπτέρου Huey με το Fortunate Son να παίζει στο background; Η ογκώδης διάρκεια δεν έχει καταναλωθεί σε πλατειασμούς και κλισέ για την προστασία του δυτικού τρόπου ζωής, αλλά αξιοποιείται για να πιάσει το νήμα του πολέμου από την αρχή. Ξεκινώντας από τα τελευταία χρόνια της γαλλικής αποικιοκρατίας, o Ken Burns σε παίρνει από το χέρι και στα εξηγεί χαρτί και καλαμάρι. Αν οι Αμερικανοί Πρόεδροι και Στρατηγοί μπορούσαν να δουν το πρώτο δίωρο του ντοκιμαντέρ ίσως να απέφευγαν να κάνουν τα ίδια λάθη με τους Γάλλους.
Το «καστ» των αφηγητών που έζησαν τα γεγονότα είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένο. Από τη μία βλέπουμε για πρώτη φορά επώνυμους Βιετναμέζους να καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τον πόλεμο. Τόσο από την πλευρά των ηττημένων του Νότιου Βιετνάμ, όσο και από την πλευρά των νικητών. Μάλιστα δεν αναφέρονται γενικά οι νικητές, αλλά κάνει και την αναγκαία διευκρίνιση μεταξυ Βιετκόνγκ και Βιετμίνχ, βάζοντας ένα τέλος σε μια χρόνια σύγχυση ορολογίας. Από την άλλη η απόλυτα δικαιολογημένη υπερεκπροσώπηση των Αμερικανών είναι πληρέστατη και διαστρωματοποιημένη. Δεν ακούγεται απλά η φωνή του βετεράνου, γιατί δεν ήταν όλοι οι βετεράνοι ίδιοι. Θα ακούσουμε την απόκοσμη μαρτυρία του μαύρου. Ξέραμε στο περίπου ότι οι Αφροαμερικάνοι ήταν αναλογικά περισσότεροι από τους λευκούς, αλλά τώρα μαθαίνουμε ποιος ακριβώς ήταν ο μηχανισμός που έστελνε τους μη προνομιούχους στην πρώτη γραμμή και στον ρόλο της ανθρώπινης ασπίδας. Θα ακούσουμε τους αρνητές στράτευσης, αυτούς που πέρασαν τα σύνορα για τον Καναδά κι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους αρνούμενοι να γίνουν συμμέτοχοι σε έναν παράλογο πόλεμο. Στο πρόσωπό τους αποδίδεται με τον πιο δραματικό τρόπο η εσωτερική διαπάλη ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βάλει στο ζύγι της συνείδησής του τον πατριωτισμό και το αίσθημα του δικαίου.
Παρούσα και η χαροκαμένη οικογένεια που έχασε το τέκνο της. Μια μικρογραφία της αμερικάνικης κοινωνίας, κι αυτή διαιρεμένη. Η μάνα σε άρνηση, να πιστεύει ακόμα πως ο γιός δεν θυσιάστηκε τζάμπα, αλλά υπερασπιζόμενος τις αξίες και τα ιδανικά της δημοκρατίας, με την αδερφή του να κατανοεί πλήρως το άδικο του χαμού του. Ανάμεσα στους υπόλοιπους βετεράνους μάλλον δυο είναι οι πιο ξεχωριστοί. Ο πρώτος είναι ο «επαγγελματίας», νεαρός αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας ο Merrill McPeak κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρέμεινε στο στράτευμα μέχρι τις αρχές του ‘90 φτάνοντας μέχρι την ανώτατη θέση του Α/ΓΕΑ. Κυνικός στην αποτίμησή του δεν μασάει τα λόγια του για το πόσο λάθος ήταν αυτός ο πόλεμος και με το πόση συμπάθεια και θαυμασμό είδε αργότερα, με το τέλος του, τον Βιετναμέζικο λαό. Η έτερη συγκλονιστική μαρτυρία ήταν αυτή του Everett Alvarez, πρώην πιλότος της Αεροπορίας Ναυτικού, ήταν ο πρώτος Αμερικανός που καταρρίφθηκε και κρατήθηκε αιχμάλωτος για περίπου 9 χρόνια. Μια εντελώς διαφορετική μαρτυρία ενός πρωταγωνιστή του πολέμου που όμως δεν τον έζησε στα πεδία της μάχης, αλλά σε φριχτές συνθήκες κράτησης.
Πολλές φορές οι παραγωγές του PBS έχουν δεχτεί κριτική για μονομέρεια μαρτυριών και σαφέστατες πολιτικές προτιμήσεις, οι οποίες κινούνται στο liberal φάσμα, όμως το Vietnam War δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Αυτή τη φορά δέχθηκε πολιτική κριτική και απο τα αριστερά και από τα δεξιά, αποδεικνύοντας την αμεροληψία της καταγραφής του και πίστη στη δέσμευσή του να καταγράψει τα γεγονότα του πολέμου, αφήνοντας τον τηλεθεατή να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Αυτή η τακτική του έλυσε τα χέρια παρουσιάζοντας κάθε έναν από τους εμπλεκόμενους προέδρους, από τον εξαιρετικά δημοφιλή JFK μέχρι τον λαομίσητο Nixon. Και δεν χαρίστηκε σε κανέναν, ειδικά στον πρόεδρο Johnson. Μπορεί να έφτιαξε τη Great Society και η ιστορία να τον κατέγραψε ως τον Τεξανό που γκρέμισε τους νόμους φυλετικού διαχωρισμού στο βαθύ νότο, αλλά οι εγκληματικές του ευθύνες αναλύονται εις βάθος. Ευθύνες που δεν περιορίστηκαν στο θέατρο των επιχειρήσεων αλλά και στο εσωτερικό. Ο made in USA Γαλλικός Μάης μπορεί για εμάς να μην είναι κάτι παραπάνω από ένα μάτσο χίπηδες στα γρασίδια και τις λάσπες του Woodstock με soundtrack τη χρυσή εποχή του rock ‘n’roll, αλλά κάτω από αυτή την επιδερμίδα υπήρχε μια κοινωνία που κόχλαζε.
Η ηρωική αφήγηση της γενιάς που κέρδισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να ξεθωριάζει, η νέα γενιά δεν ήθελε να είναι τόσο ηρωική ειδικά από τη στιγμή που δεν υπήρχε κάποιος ορατός εχθρός. Για την εμπέδωση των ΗΠΑ ως παγκόσμια υπερδύναμη μπορεί να ήταν ζωτικής σημασίας η ανάσχεση του κομμουνισμού στην νοτιοανατολική Ασία, αλλά πλην ορισμένων υπερσυντηριτικών, η αμερικανική κοινή γνώμη δυσκολεύτηκε να πειστεί ότι κινδυνεύει από τους Βιετναμέζους. Οι baby boomers ζητούσαν το γκρέμισμα του κοινωνικού εποικοδομήματος που τους κληροδότησαν οι γονείς τους και η αντίθεση στον πόλεμο ήταν ο πολιορκητικός κριός. Αν μετρήσουμε πόσοι βουλευτές, γερουσιαστές ή ακόμα και πρόεδροι ξεπήδησαν από τα οδοφράγματα αυτού του κινήματος, μιλάμε για μια πραγματική επανάσταση. Μπορεί οι στόχοι της να μην εκπληρώθηκαν, μπορεί μα μην είχε καν ξεκάθαρους στόχους, αλλά η επανάσταση πέτυχε. Στο τέλος του Vietnam War δεν βλέπουμε μόνο την στρατιωτική ήττα μιας υπερδύναμης, αλλά και τη νέα Αμερική που γεννήθηκε από τις στάχτες της, την Αμερική που εμείς γνωρίσαμε.