Κλείσε τα μάτια και προσπάθησε να φανταστείς τον εαυτό σου πολλά χρόνια πριν, σε ένα κόσμο μακριά από την τεχνολογία και τον νόμο. Σε ένα μέρος όπου η ζωή ισούται με επιβίωση, σε ένα περιβάλλον χωρίς το πράσινο της φύσης, γαλήνη και χαμόγελα, αλλά γεμάτο χώμα, μπαρούτι και αντρίλα. Κάθε έξοδος στο κοντινό σαλούν σου προσφέρει στιγμές χαλάρωσης με ένα ποτήρι ουίσκι ή ρούμι, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να σου κοστίσει και την ίδια σου τη ζωή, αν βρεθείς στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Είσαι στην Άγρια Δύση, εκεί που οι soft τύποι δεν έχουν καμία τύχη.
Η εποχή των καουμπόηδων ήταν καθοριστική στην ιστορία των ΗΠΑ, κάτι που αποτυπώθηκε περίφημα στην ποπ κουλτούρα και ιδίως στις ταινίες western. Μια «ορχήστρα» γεμάτη πρώτα βιολιά όπως αυτά των Clint Eastwood, Eli Wallach και Lee Van Cleef, των Bud Spencer και Terrence Hill, ή των Steve McQueen και Yul Brynner και από πίσω το εμβληματικό πρόσωπο των spaghetti western, Sergio Leone και πιο πρόσφατα εκείνο του Quentin Tarantino. Μια ορχήστρα όμως χρειάζεται πάντα έναν μαέστρο. Χωρίς αυτόν όσο αξιόλογα και αν είναι τα μέλη της, δεν θα μπορέσει ποτέ να συντονιστεί, να μεγαλουργήσει, να μεταφέρει το συναίσθημα που πρέπει στο κοινό που την ακούει. Αυτός ο μαέστρος είναι που θα την συντονίσει, θα κρατήσει τις ισορροπίες και τον χαρακτήρα στις δύσκολες στιγμές. Αυτός ο κάποιος για τα western ήταν ο Ennio Morricone.
Είναι ένα όνομα που δύσκολα το ξεχνάς, σου γεμίζει άλλωστε το στόμα κάθε φορά που το προφέρεις σκεπτόμενος τις διαχρονικές του μουσικές συνθέσεις οι οποίες λειτουργούν πλέον ως ύμνοι για τα spaghetti (και όχι μόνο) western στον κόσμο.
Λένε πως σε ένα συγκρότημα αυτός που ξεχωρίζει είναι ο κιθαρίστας ή ο τραγουδιστής, αλλά για εκείνους που ξέρουν καλύτερα τα γκέμια πάντα τα κρατάει ο ντράμερ. Εκείνος είναι που δίνει τον ρυθμό, αυτός επιλέγει πότε θα επιταχύνει και πότε θα κόψει. Και αν μπορούμε να παρομοιάσουμε την ιστορία των ταινιών της Άγριας Δύσης με ένα συγκρότημα, τραγουδιστής και κιθαρίστας ήταν οι πολυδιαφημισμένοι Leone και Eastwood. Ο Morricone μπορεί -θεωρητικά- να ήταν σε δεύτερο πλάνο, ωστόσο ήταν με κάθε βεβαιότητα ο ντράμερ.
Τι θα ήταν άλλωστε τα western χωρίς την χαρακτηριστική μουσική που μας σύστησε ο Ιταλός συνθέτης το 1964 στην πρώτη του συνεργασία με τον Leone στο «A Fistful of Dollars»; Αν και κακά τα ψέματα υπάρχει πιο χαρακτηριστική μουσική στην ιστορία του κινηματογράφου από εκείνη του «The Good, the Bad and the Ugly»;
Μια ορχήστρα γεμάτη όπλα
Γεννημένος στην Αιώνια Πόλη, ο νεαρός Ennio είχε δύο μεγάλα πάθη μεγαλώνοντας, τη μουσική και το ποδόσφαιρο. Μάλιστα το ταλέντο του είχε αρχίσει να ανθίζει παίζοντας στη Roma ωστόσο για καλή μας τύχη τον κέρδισε η μελωδία και η δημιουργικότητά του στην παρτιτούρα αντί για τις τέσσερις γραμμές και το γρασίδι. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ταινιών ξεκίνησε με τη συμμετοχή του σε ιταλικές κωμωδίες ωστόσο η συνεργασία του με τον Sergio Leone και η εισαγωγή του στην βαριά και «αντρουά» κατάσταση των western ήταν εκείνη που άλλαξε τη χροιά και τις συνήθειες του για πάντα.
Για την πρώτη ταινία της «Τριλογίας των Δολαρίων» όπως έμεινε γνωστή, ο Morricone ήθελε πολύ να έχει στη διάθεσή του όλα τα όργανα που συνθέτουν μια βασική ορχήστρα, ωστόσο λόγω περιορισμένου μπάτζετ έπρεπε να βρει ένα άλλο τρόπο να συνθέσει, ακόμα και αν το άκουσμα δεν ήταν όπως το είχε οραματιστεί. Επιστρατεύοντας ήχους από πυροβολισμούς όπλων, χτυπήματα από μαστίγια, σφυρίγματα και την νεοσύστατη τότε ηλεκτρική κιθάρα Fender, δημιούργησε μια μίξη ήχου που θα έμενε χαραγμένη περισσότερο ίσως και από τις ίδιες τις ταινίες.
Με ένα χαρακτήρα ανατριχιαστικό αλλά καμία σχέση με εκείνον ενός θρίλερ, που σε ταξιδεύει σε άγρια τοπία και μακρινές εποχές, όπου από τον ήχο και μόνο αισθάνεσαι την τεστοστερόνη, τη σκόνη από το χώμα, τη βρωμιά από αντίπαλο μουστάκι, τον αέρα που σου χτυπάει το καλά σφηνωμένο καπέλο και το μπαρούτι πριν την εκπυρσοκρότηση του όπλου ο Morricone έγινε συνώνυμο των ταινιών της Άγριας Δύσης. Το όνομά του θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ανάμεσα στα ιστορικά ονόματα Wild Bill Hickok ή της Calamity Jane που βοήθησαν να κατακτηθεί η Δύση – αν έχεις δει τη σειρά «Deadwood» θα καταλάβεις – ως εκείνος που βοήθησε να διατηρηθεί ο μύθος των καουμπόηδων. Η επιτυχία του συνεχίστηκε και στις άλλες δύο ταινίες του Man with no Name -τo 1965 στο «For a Few Dollars More» και το 1966 στο εμβληματικό «The Good, the Bad and the Ugly» και από τότε η ιστορία δεν σταμάτησε να γράφει.
Ο Morricone μπορεί να συνέχισε να δίνει χαρακτήρα και ατμόσφαιρα και σε άλλου είδους ταινίες, όπως το «Once Upon a Time in America» του Martin Scorsese, το «Untouchables» του Brian De Palma ή πιο πρόσφατα το «The Hateful Eight» του Quentin Tarantino ωστόσο εμείς θα τον ευχαριστούμε για όλες εκείνες τις στιγμές που μας προσέφερε στα spaghetti western και αργότερα στις χολιγουντιανές ταινίες με φόντο την Άγρια Δύση.
Χωρίς εκείνον ο χάρτης της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας θα ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που έχουμε συνηθίσει. Δίχως αυτόν συνθέτες του σήμερα όπως ο Hans Zimmer (Dark Knight Trilogy, Rush) ή η Hildur Guðnadóttir (Joker, Chernobyl, Sicario: Day of the Soldado) μπορεί να μην είχαν την ίδια απήχηση, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Eastwood που έκανε όνομα με τη σκληράδα του, στηριζόμενος πάνω στον ρυθμό του master Ennio.
Μπορεί στα 91 του χρόνια (6/7/2020) να αποφάσισε να γράψει την νέα του δημιουργία βλέποντας τον κόσμο από ψηλά, ωστόσο το έργο του, η έννοια αυτή της «γουεστερνιάς» δεν θα σταματήσει ποτέ να βασίζεται πάνω του. Αν ο Νίτσε έχει δίκιο με το ρητό «χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος», τότε η Άγρια Δύση στην Έβδομη τέχνη τα έκανε όλα σωστά χάρη στον Ιταλό συνθέτη. Και θα τα κάνει όσα χρόνια και αν περάσουν.