Όποιος επιλέγει τον δρόμο του ροκ σε αυτή τη χώρα είναι νομοτελειακά τελειωμένος. Και καταδικασμένος να παίζει με την μπαντούλα του σε κάνα μαγαζάκι στο κέντρο της Αθήνας για την καύλα του. Άντε και για το μεροκάματο. Καριέρα δεν θα κάνει ποτέ των ποτών. Εκτός αν του χρωστάει ο Θεός.
Στην Ελλάδα, για να κάνεις καριέρα στη μουσική, για να σταθείς στη σκηνή και να φανεί στο χειροκρότημα, στα λουλούδια και στις selfie, θα πρέπει να επιλέξεις τον δρόμο του σκυλαϊκού ή εκείνον του εντεχνολαϊκού που κι αυτό όμως έχει αρχίσει να ξεφουσκώνει, καθώς η κάνουλα μοιάζει να κλείνει επικίνδυνα.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη του νομίσματος, που λέει ότι με μία απλή λαϊκή φωνή δεν μπορείς να διακριθείς. Και φαίνεται ότι τα talent show έχουν πάψει να ψάχνουν από τέτοιες φωνές, αφού γέμισε ο τόπος από δαύτες! Εξ ου και ο νικητής, Γιάννης Μαργάρης, που δεν τον κατατάσσεις ούτε στο λαϊκό, ούτε στο ροκ. Απέχει πολύ κι απ’ τα δύο.
Σε αυτόν, όμως, χρώσταγε ο Θεός. Όχι μια καριέρα, αφού οι περισσότεροι νικητές αυτών των διαγωνισμών συνήθως ξεχνιούνται και τα ονόματά τους γίνονται ατάκα λησμονιάς (και όχι… αναπόλησης) στα χείλη των ίδιων που τους ψήφισαν: «Ρε συ, τι έγινε εκείνος ο πώς τον λένε, Γιάννης Μαργαρίτης;». Καριέρα δεν ξέρω αν του χρώσταγε, αλλά του χρώσταγε μια φωνή, πολυδιάστατη και σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα.