O Mel Gibson αξίζει την σκηνοθετική καρέκλα

Μια ωδή στον action hero που δεν έμεινε στάσιμος.

Για τους παλιούς είναι ο cult τύπος που εμφανίστηκε ξαφνικά στα 80’s και έδωσε πνοή στις ταινίες δράσεις όπως τα «Mad Max» και «Lethal Weapon». Για άλλους είναι ο σκηνοθέτης που έκανε πραγματικότητα τις πιο «δύσκολες» σκηνές στο Χόλιγουντ, αλλά για να μην γελιόμαστε το όνομά του βρίσκεται πάντα στην «ηλεκτρική καρέκλα» λόγω της αγάπης του για τρέλες στη δημόσια ζωή και κυρίως της φανατικής λατρείας του προς τον χριστιανισμό.

Παρόλα αυτά, ο «Braveheart» της καρδιάς μας έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στον κινηματογράφο και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς. Αυτός είναι ο Mel Gibson.

 

 

Ένας τύπος που έχει γαλουχήσει γενιές με τις ερμηνείες του, που πάντα είχε τον τρόπο να μαγνητίζει το ενδιαφέρον αλλά πλέον βρήκε έναν διαφορετικό και κυρίως αποδεκτό τρόπο να αποτυπώνει την τρέλα του, σε σημείο που ακόμα και ο Tarantino θα ζήλευε στις ταινίες του.

Εκείνον της σκηνοθεσίας...

 

Ως ηθοποιό δεν τον λες και πολυτάλαντο, αλλά…

…ούτε και ο ίδιος θεώρησε ποτέ ότι αποτελεί κάποιο τρομερό ταλέντο. Άλλωστε με την ηθοποιία δεν ασχολήθηκε επειδή το ήθελε αποκλειστικά ο ίδιος αλλά κυρίως λόγω της αδερφής του:

«Η απόφαση μου να ακολουθήσω καριέρα ηθοποιού ήταν ουσιαστικά ιδέα της αδερφής μου, η οποία με παρότρυνε. Ήταν μια εποχή που δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω και περιφερόμουν από εδώ και από εκεί, όταν έμαθα πως η αδελφή μου είχε υποβάλλει για μένα αίτηση στο Κρατικό Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης του Sidney. Στην αρχή δίστασα αλλά μετά σκέφτηκα ότι άξιζε να προσπαθήσω», είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή του.

«Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και το ταλέντο. Τα κατάφερα όμως να τελειώσω χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες» είχε αποκριθεί σε δημοσιογράφο λίγο καιρό μετά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο ρόλο που μας εντυπωσίασε ο πρόσφατα ο Tom Hardy. Εκείνον του Road Warrior, γνωστού κυρίως ως Mad Max.

 

 

Η δυναμική του άναρχου ranger, σε έναν κόσμο όπου μόνο οι δυνατοί και κυρίως οι τρελοί επιβιώνουν τον μετέτρεψαν σε πρότυπο του αντρικού πληθυσμού λόγω του στυλ και της μαγκιά του. Αυτή η αντρίλα λοιπόν πέρασε σε άλλο επίπεδο λίγα χρόνια αργότερα, αλλά στη σύγχρονη κοινωνία και τους βρώμικους δρόμους του Los Angeles μέσω του τρελο-μπάτσου Martin Riggs στα «Lethal Weapon». Άλλος ένας τρελός με όπλο, άλλη μια εισπρακτική επιτυχία.

Σίγουρα αυτές οι ταινίες ανέβασαν τις μετοχές του στο υποκριτικό χρηματιστήριο, δημιούργησαν μια περσόνα ενός σκληρόπετσου αλλά με πιο ανθρώπινο πρόσωπο από τους αντίζηλους (Stallone, Schwarzenegger και σία)  τον έβαλαν για τα καλά στον χάρτη ωστόσο όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, τον «στοίχειωσαν» μην αφήνοντάς τον να εξελιχθεί. Μια φορά action hero, για πάντα action hero.

Η «ρετσινιά» που του άφησαν δεν του έδωσαν ποτέ το δικαίωμα για το βήμα παραπάνω, ακόμα και αν έδωσε ό,τι είχε ως William Wallace ή Benjamin Martin στο «The Patriot».

 

melll

 

Επειδή όμως το καλό το παλικάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι, έτσι και ο Mel βρήκε άλλο τρόπο για να θαμπώσει τα πλήθη.

 

Το κεφάλαιο Braveheart

Πολλοί ηθοποιοί δοκίμασαν να κάτσουν στην καρέκλα του σκηνοθέτη αλλά λίγοι ήταν αυτοί που τα κατάφεραν αποτελεσματικά. Και αν υπάρχουν προσωπικότητες που κατάφεραν να αλλάξουν την μέτρια πορεία τους (βλ. Ben Affleck) να συνεχίσουν τη λάμψη τους όπως ο Clint Eastwood, ήρθε ο Mel για να τολμήσει και τελικά να αποδειχτεί κάτι μοναδικό πίσω από τις κάμερες. Ακόμα και αν η πρώτη του απόπειρα στο «The Man Without Face» που πήρε μεν θετικές κριτικές αλλά δυσκόλεψε αρκετά το κοινό, δεν ήταν ακριβώς αυτό που αποκαλείς επιτυχία. O τρελός όμως επέμεινε και τελικά τα κατάφερε.

Και το 1995 στο «Braveheart», την ταινία-συνώνυμο της καριέρας του ήρθε η αποθέωση. Σε ένα φιλμ που ελάχιστοι νοιάστηκαν για την ιστορική του ανακρίβεια, ο Gibson από θέση πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη, έφερε στον κόσμο τον απόλυτο ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Σκωτίας, παραδίδοντας έναν ήρωα που προκάλεσε ταύτιση αλλά αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η εξαιρετική λεπτομέρεια στις άγριες σκηνές.

Εκεί όπου δεν θα λυπηθεί το αίμα και παραδίδοντας μια εικόνα σκληρή που όμως απεικονίζει με ακρίβεια τη φρίκη, στιγμιότυπα που μπορεί να σε στιγματίσουν ή χειρότερα να σου προκαλέσουν πόνο από τη ζωντάνια τους. Ήταν τέτοια η προσήλωσή του στο στόρι που στην αρχή δεν δέχτηκε να υποδυθεί τον Wallace, ενώ λόγω της πολυπλοκότητας των σκηνών μάχης προσέλαβε 4000 αυθεντικά μέλη του Ιρλανδικού Στρατού για να συμμετάσχουν ως κομπάρσοι. Η ταινία κέρδισε πέντε διαφορετικά αγαλματίδια τη βραδιά των Όσκαρ –μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας- περνώντας στο πάνθεον.

 

 

Σήμερα ο Gibson είναι από τους πλέον αναγνωρισμένους σκηνοθέτες του Hollywood, έχοντας το μαγικό ραβδί όσον αφορά τη ζωντάνια της σκληρής εικόνας και το απόλυτο παράδειγμα είναι οι επόμενες ταινίες του.

Από το βίαιο «Apocalypto», το πολεμικό αλλά υπέροχο «Hacksaw Ridge» και κυρίως το ανατριχιαστικό «The Passion of the Christ» που απλώς λόγω σκληράδας δεν ξεπερνά τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Franco Zeffirelli.

Εκεί όπου παρουσίασε όλη τη φρικαλεότητα που έζησε ο Μεσσίας τις τελευταίες ώρες της ζωής του,  εκείνες τις τελευταίες στιγμές αγωνίας που πήρε πάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου και τον οδήγησαν μέχρι και τη σταύρωση. Ουσιαστικά είναι η ταινία που ο Mel ικανοποιεί τις εμμονές του με τη θρησκεία φέρνοντας στον κόσμο το δεύτερο βιαιότερο και πιο βάναυσο φιλμ όλων των εποχών, μετά το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick.

 

Ο πρωταγωνιστής μάλιστα, Jim Caviezel πέρασε όντως τα Πάθη του Χριστού καθώς μαστιγώθηκε καταλάθος δύο φορές στα γυρίσματα, έπαθε υποθερμία ενώ χτυπήθηκε και από κεραυνό με αποτέλεσμα να έχει σήμερα στην πλάτη του ουλές πολλών εκατοστών και να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην καρδιά. Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε να αποδεχτεί την πρόταση του Gibson για το… σίκουελ της ταινίας, με τίτλο «The Passion of the Christ: Resurrection», μια ταινία που έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα έχει αρκετές σκηνές από την Κόλαση και είναι δεδομένο ότι θα προκαλέσει αρκετά.

Παράλογη ταινία; Προφανώς και είναι. Αλλά για τον Mel Gibson μιλάμε. Έναν τύπο που έχει πετάξει από πάνω του πλέον την ταμπέλα του «action figure» και έχει βαλθεί να μας τρελάνει με τις σκηνές φρίκης στα φιλμ του. Οι ταινίες του σαφώς και δεν είναι για όλους καθώς απαιτούν γερό στομάχι για να τις παρακολουθήσεις, ωστόσο αυτό που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει είναι ότι δεν μασάει και κυρίως δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια του. Το αποτέλεσμα; Είναι ο σκηνοθέτης με το χάρισμα να ζωντανεύει περισσότερο από τον καθένα τις στιγμές φρίκης που διαδραματίζονται μπροστά στην οθόνη.

Διαφωνεί κανείς ότι το remake του θρυλικού γουέστερν «The Wild Bunch» του Sam Peckinpah με εκείνον στη σκηνοθετική επιμέλεια –και σπουδαίο cast με Michael Fassbender, Jamie Fox και Peter Dincklage μεταξύ άλλων- αποτελεί αρκετά ενδιαφέρον πρότζεκτ ;

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved