Στην αυγή των ‘00s ο όχι και τόσο συμπαθής Fred Durst των Limp Bizkit τραγουδούσε «I've seen the Fight Club about 28 times» κι αυτό περιγράφει τέλεια την συντριπτική απήχηση της ταινίας στο νεανικό τότε κοινό που παρέσυρε σαν «Tyler Durten μπουκέτο» τις αντιφατικές και εν μέρει μουδιασμένες κριτικές. Φέτος κλείνουν 17 χρόνια από τότε που υποσχεθήκαμε ότι we do not talk about Fight Club, οπότε ήρθε ο καιρός να σπάσει ο όρκος και να ξαναδούμε την ταινία με μια πιο ψύχραιμη ματιά από τους Tyler wannabes που -ας το παραδεχθούμε- μπήκαμε στον πειρασμό να γίνουμε έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.
Αυτή όμως ας μην είναι μια τυπική κριτική. Ο σκηνοθέτης David Fincher βρίσκεται στο απόγειο της τέχνης του, την πλοκή την ξέρουν και οι καφετιέρες, το πρωταγωνιστικό δίδυμο έχει –δικαίως– αποθεωθεί με τόνους μελανιού, η Helena Bonham Carter ως Marla είναι αδιαμφισβήτητα η πιο ερωτεύσιμη κοντή του σύγχρονου σινεμά και το plot twist είναι τόσο γνωστό που η αναφορά του δεν εμπίπτει στην κατηγορία spoiler, όποιος δεν το γνωρίζει δεν θα έχει wifi στην σπηλιά όπου ζει οπότε δεν θα διαβάσει αυτό το κείμενο.
Αν, όμως, αντιμετωπίσει κάποιος το Fight Club επιφανειακά, θα πνιγεί από κλισέ, σεξισμό κι αναρχικά quotes του νηπιαγωγείου. Δηλαδή –να πούμε αλήθειες τώρα- όλα όσα μας γοήτευσαν όταν πρωτοπαρακολουθήσαμε την ταινία ως σπυριάρηδες έφηβοι. Εποχές που τα δωμάτια γέμιζαν με αφίσες του Tyler Durten, του οποίου τα τσιτάτα αντιμετωπίστηκαν ως μεσσιανικές διδαχές, αν και η ταινία -τι ειρωνεία- σατίριζε ακριβώς αυτό: μερικά macho αρσενικά που καταλήγουν η άλλη όψη του νομίσματος που ορκίστηκαν να πολεμήσουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το πρωταγωνιστικό δίδυμο σε κάποιο σημείο του film χλευάζει το καλογυμνασμένο ανδρικό μοντέλο που πρωταγωνιστεί σε μια διαφήμιση του Calvin Klein και στο αμέσως επόμενο cut παρακολουθούμε το βρωμόξυλο στα υπόγεια του Fight Club με μπροστάρη όμως όχι την ωμή βία αλλά τους καλογυαλισμένους από τον ιδρώτα κοιλιακούς του Brad Pitt. Ο Fincher μάς κλείνει το μάτι.
Τέτοια κλισέ που ντόπαραν το κοινό του 1999 συναντάμε σε όλη την ταινία. Ο Bob (τρομερή ερμηνεία από τον Μeat Loaf) έχει πιάσει τον απόλυτο πάτο σαν άντρας επειδή έχει φυτρώσει βυζιά. Οι εξυπνακίστικες ατάκες του Durten εξαπολύονται με ρυθμό πολυβόλου Rambo. Τόσο γρήγορα ώστε να ακούγονται cool, αλλά όχι τόσο ψύχραιμα ώστε να αποκρύπτεται η κενότητά τους. Η Marla –η μοναδική γυναίκα μη κομπάρσος στην ταινία- είναι ένα bitchy θηλυκό (το κλισέ), καπνίζει σα φουγάρο σε συγκεντρώσεις καρκινοπαθών (του κλισέ), αλλά μετατρέπεται σε αρνάκι όταν πηδηχτεί καλά (ω! κλισέ).
Ίσως ο Fincher στόχευε να παραδώσει ένα όσο το δυνατό πιο αντιφατικό και αμφιλεγόμενο υλικό γινόταν. Ίσως απλά να υπερτίμησε την αντιληπτική ικανότητα του κοινού του. Όπως και να έχει, το Fight Club αποτελεί μια πανέξυπνη σάτιρα στον ανδρικό ψυχισμό, στις εμμονές και στην ανωριμότητα που χαρακτηρίζει τα μεγάλα αγόρια, στην άγνοιά τους όταν παίζουν με τη φωτιά, είτε αυτό πρόκειται για τα παιχνίδια ζευγαρώματος (η Marla είναι ο πραγματικά τραγικός χαρακτήρας του film) είτε για τις ψευδοεπαναστατικές τους τάσεις (ο στρατός που σχημάτισε ο Tyler άρχισε να θυμίζει Ναζί φωτοτυπία πριν προλάβεις να πεις "σαπούνι"). O (ανώνυμος) χαρακτήρας του Edward Norton τα έχει κάνει σκατά με την προσωπική του ζωή κι όταν επιλέξει να ξεφύγει από τη νόρμα και να βρει ένα οποιοδήποτε νόημα, τα κάνει ακόμα πιο σκατά κατασκευάζοντας το πιο θερμοκέφαλο alter ego που έχουμε δει στο σινεμά. Κι όμως, αυτός ο ετοιμόλογος bully δεν αντιμετωπίστηκε απλά ως απολαυστικός πρωταγωνιστής-villain αλλά λατρεύτηκε ως opinion leader -σε επίπεδο θεωρίας φυσικά, αφού δεν νομίζω ότι μετά την ταινία άρχισε κάποιος να ανατινάζει κτήρια με βόμβες από απορρυπαντικά.
Οι πολέμιοι του Fight Club προφανώς πάτησαν σε αυτή την παρεξήγηση αλλά αυτούς τους τύπους δεν τους κάνουμε παρέα. Είναι οι ίδιοι που παρουσιάζουν διορατικότητα τυφλοπόντικα ώστε να κατηγορήσουν το Game of Thrones για σεξισμό λόγω μιας σκηνής βιασμού. Πέρα από αυτούς, το Fight Club μετά από 17 χρόνια παραμένει ένα διαχρονικό αριστούργημα επειδή απεικόνισε την γελοιότητα της εποχής του με τρόπο καθηλωτικό αλλά και τόσο εύστοχο. Είχε τη σοφία να μην πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του, κάθε λίγα λεπτά υπάρχει κι από μια τέλεια κωμική σκηνή να μας το θυμίζει. Διαθέτει ένα απολαυστικό πρωταγωνιστικό δίδυμο που έγραψε ιστορία. Ξεσκίζει τις καπιταλιστικές δομές της κοινωνίας με τρόπο ισοπεδωτικό και πάνω στη κορύφωση της ντόπας ξεσκίζει την ίδια την ισοπέδωση ως λύση. Το φινάλε δεν αφήνει αμφιβολίες γι' αυτό. Μία ατάκα που επίσης έγραψε ιστορία («you met me at a very strange time in my life»), ένα πανέμορφο κάδρο, μερικές εκρήξεις, ένας ήρωας που αδυνατεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα και οι Pixies να ανεβάζουν μετοχές κατακόρυφα.
Το Fight Club, όμως, δεν είναι τέλειο. Αδυνατεί να προσδιορίσει τον εαυτό του και τις προθέσεις του, όπως ακριβώς και ο κεντρικός του ήρωας, όπως ακριβώς και όλη η γενιά που το λάτρεψε. Αλλά είναι το πιο απολαυστικό pop φαινόμενο με το οποίο είχαμε την τύχη να ταυτιστούμε. Και για να παραφράσουμε μια ατάκα που συνήθως χρησιμοποιείται για το Star Wars: ο κόσμος δεν αγαπά το Fight Club επειδή είναι σπουδαίο, αλλά το Fight Club είναι σπουδαίο επειδή το αγαπά ο κόσμος. Ό,τι κι αν του αποδίδουν οι ακαδημαϊκοί, εξακολουθεί να λατρεύεται μετά από 17 χρόνια κι αυτό είναι το μοναδικό credit που χρειάζεται μια ταινία.
Έστω κι αν παραλίγο να μας κάνει λίγο πιο καθίκια από όσο ήμασταν.