Μια βαθιά υπόκλιση στον Quentin Tarantino

Δύο συντάκτες παρακολούθησαν το «Once Upon a Time in... Hollywood» και γράφουν για όσα είδαν.

Το θέμα της ταινίας δεν ήταν κάτι που ο οποιοσδήποτε μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα. Δεν μιλάμε για άλλωστε για την αφήγηση μιας κοινής ληστείας ή μιας ερωτικής περιπέτειας, αλλά για το έγκλημα που συγκλόνισε το Hollywood και ολόκληρο τον κινηματογραφικό κόσμο. Και από τη στιγμή που η δολοφονία της Sharon Tate από την αίρεση του Charles Manson έπεσε στα χέρια του Quentin Tarantino, αποτελούσε από μόνο του έναν σοβαρό λόγο για να κλειστείς στο σινεμά καλοκαιριάτικα.

Ο ιδιαίτερος σκηνοθέτης κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του στο «Once Upon a Time in… Hollywood», παρουσίασε στοιχεία που  τόσα χρόνια δεν μας τα είχε παρουσιάσει, διατηρώντας ωστόσο πολλά από τα «ιδανικά» του κάνοντας σαφές ότι ήταν μια ταινία με φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του.

 

Ο Χρήστος Κάβουρας και ο Κωσταντίνος Δέδες παρακολούθησαν το φιλμ και μοιράζονται παρακάτω (χωρίς spoiler) τα στοιχεία που κάνουν τη συγκεκριμένη ταινία, μοναδική.

 

Είναι η πιο μη «ταραντινική» ταινία του Tarantino για τον Κων/νο Δέδε

Σπάει σε κομμάτια την ωμότητα που χαρακτηρίζει τις ταινίες του, τη μοιράζει σε ψίχουλα ανά περιόδους και αυτό έχει ως αποτέλεσμα εκείνη να συσσωρευτεί, να φουσκώσει σαν μπαλόνι και τελικά να σκάσει σε συγκεκριμένο σημείο της ταινίας. Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία καθώς η κάθε σκηνή, η κάθε λεπτομέρεια που μπορεί να φαίνεται αρχικά περιττή, έχει τη δική της σημασία και ανοίγει μεθοδικά ένα ασφαλές μονοπάτι προς την τελική κορύφωση.

Το αντίθετο από αυτό που μας έχει συνηθίσει, αφού στον Tarantino αρέσει να μας κρατά σε αγωνία, να δημιουργεί στο πίσω μέρος του μυαλού μας ένα κενό που, ανά πάσα στιγμή, αυτό θα καλυφθεί με κάτι που δεν περιμένει κανείς, μια ενέργεια που είναι ικανή να διαλύσει τη φυσική ροή της ταινίας και να της δώσει μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Μην περιμένεις κάτι τέτοιο. Το «Once Upon a Time in… Hollywood» μοιάζει με ένα αυτοκίνητο που ακολουθεί τη λευκή γραμμή του δρόμου με απόλυτη συνέπεια και ο οδηγός του δεν έχει καμία απολύτως όρεξη να ανακατευτεί σε περίεργες και αλλοπρόσαλλες καταστάσεις.

Αυτό που πρέπει να πιστώσουμε στον σκηνοθέτη, είναι πως κατάφερε να μας μεταφέρει με εκπληκτικό τρόπο στο Hollywood των ‘60s, μια εποχή που οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν γνώρισαν, αλλά πλέον έμαθαν και το σημαντικότερο, την κατάλαβαν. Όσο για τους δύο πρωταγωνιστές; Ο χρόνος μεταξύ του DiCaprio και του Pitt είναι άψογα μοιρασμένος, όπως ακριβώς και οι ερμηνείες τους. Εν κατακλείδι και γιατί μιλώ ως θαυμαστής του Tarantino και όχι ως ένας ειδικός, χάρηκα ιδιαίτερα που κατάφερε να κάνει τη μεγάλη του έξοδο από τον δικό του κόσμο, την απόδραση από το δικό του σύμπαν, ξέροντας πως αυτό ίσως δημιουργήσει ρήγμα στην κινηματογραφική του σχέση με τους θαυμαστές του.

Όχι μόνο το κατάφερε, αλλά απέδειξε, ίσως και στον ίδιο του τον εαυτό του, πως είναι ικανός να δημιουργήσει μια ταινία δίχως να πατήσει πάνω στις κεντρικές του ιδέες ή τεχνικές που κανείς, ποτέ δε βαριέται και που τον έκαναν αυτό που είναι. Εντάξει, όσοι έχουμε κάνει «διδακτορικό» στις ταινίες του, ευελπιστούσαμε να δούμε κάτι χαρακτηριστικό, κάτι που τον αντιπροσωπεύει, κάτι που όταν το δεις, θα πεις: «Πόσο Tarantino;». Το είδαμε, με τη διαφορά πως δεν ήταν η κεντρική ιδέα της ταινίας αλλά ένα μέρος αυτής και ίσως αυτό είναι που κάνει το «Once Upon a Time in… Hollywood» το φιλμ της χρονιάς.

Υ.Γ. Πατούσες

 

«Χωράνε δύο βεντέτες σε μια οθόνη;», αναρωτιόταν ο Χρήστος Κάβουρας 

Στον κόσμο του Quentin Tarantino όλοι οι καλοί χωράνε. Δεν αποτελεί νέο άλλωστε ότι σε κάθε του ταινία συνεχώς παρατηρούμε άπειρους ηθοποιούς για τους οποίους μάλιστα δεν είχαμε ιδέα και δεν περιμέναμε ότι θα παίζουν. Ιδιαίτερα στο «Once Upon a Time in… Hollywood», η λέξη «Dream Team» ήταν πολύ λίγη για να περιγράψει την υποκριτική φαρέτρα του σκηνοθέτη.

Μια ταινία του Tarantino έχει πάντα μεγάλο πρεστίζ, η συγκεκριμένη ωστόσο είχε παραπάνω και ο λόγος ήταν η ταυτόχρονη παρουσία δύο εκ των μεγαλύτερων ονομάτων του Hollywood. Η ένωση των σύγχρονων τοτέμ, η δίκαιη μοιρασιά της οθόνης, ανάμεσα στον Leonardo Di Caprio και Brad Pitt.

Κανείς δεν αμφιβάλει για την υποκριτική αυθεντία των δύο ηθοποιών ωστόσο το μεγαλύτερο θέμα ήταν το κατά πόσο θα μπορούσαν να μοιραστούν την οθόνη –το αν κάποιος θα ήταν πιο ριγμένος από τον άλλον- και κυρίως, το αν θα έχουν χημεία μεταξύ τους. Με την καθοδήγηση του Tarantino όμως όλα είναι πιθανά.

Ο σκηνοθέτης εστίασε παραπάνω στον Rick Dalton (Di Caprio) δίνοντας προσοχή στη λεπτομέρεια και ειδικά στο άγχος του ηθοποιού που νιώθει ότι η εποχή και οι επιλογές τον προσπερνούν αλλά τοποθετώντας στο πλάι του τον Cliff Booth (Brad Pitt) έδωσε στο κοινό έναν κρυφό αντι-πρωταγωνιστή, προσδίδοντάς του το απαραίτητο μυστήριο, το ενδιαφέρον και τον brutal χαρακτήρα που χρειαζόταν το συγκεκριμένο δίδυμο.

 

Το «πάντρεμα» των Di Caprio και Pitt είναι ίσως η «αόρατη» επιτυχία του Tarantino καθώς σαν καλός κόουτς έπρεπε να βρει τον τρόπο να μοιράσει τον χρόνο σωστά ανάμεσα στους σταρ του και ταυτόχρονα να τους κάνει να αλληλοσυμπληρώνονται. Και το καλύτερο; Δεν έδειξε σε καμία των περιπτώσεων πως κάποιος εκ των δύο ρόλων είχε μεγαλύτερο αβαντάζ από τον άλλον, μην βάζοντας το δύσκολο δίλημμα επιλογής στο κοινό.

Το αν η επιτυχία του Tarantino θα αποτυπωθεί με κάποιο βραβείο στα Όσκαρ παραμένει άγνωστο, αλλά λίγο ενδιαφέρει τον κόσμο. Ο τύπος απέδειξε πως δικαιολογημένα έχει άστρο, δεν είναι πλέον ο άρχοντας της σπλατεριάς αλλά ένας από τους κορυφαίους αυτή τη στιγμή στο Hollywood και ολόκληρο τον κόσμο.

Όχι ότι δεν το ξέραμε ήδη, αλλά μας αρέσει να το επαναλαμβάνουμε.

 



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved