Ηταν Φλεβάρης του 2010 οταν επισκέφτηκα το Άμστερνταμ για να δω κάτι φίλους. Τσουχτερό κρύο, γκρίζος ουρανός, πολύχρωμες προσόψεις κτηρίων και αναρίθμητοι ποδηλάτες να διασχίζουν τις πετρόχτιστες γέφυρες και τα γραφικά σοκάκια. Φυσικά δε θα μπορούσα να παραλείψω να επισκεφτώ και το μουσείο Van Gogh οπως κάθε επισκέπτης της πόλης. Ακόμα δεν είχα ξαναζωγραφίσει απο παιδί και φυσικά δεν είχα ακόμα τη παραμικρή υποψία του πόσο σημαντικό ταξίδι θα ηταν αυτό για μένα αλλα και για τη ζωγραφική μου αναζήτηση στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο κόσμος πλυμμήριζε την είσοδο μέχρι έξω, δίπλα μου επισκέπτες κάθε ηλικίας απο κάθε γωνιά του πλανήτη. Για λίγο νόμιζα πως διέσχιζα τον κόσμο μέσα σε μερικά βήματα, συνειδητοποιώντας πως σιγά-σιγά γινόμουν μέρος ενός άλλου συνόλου, με την τέχνη ως αφορμή, να μας εναγκαλιάζει στοργικά όλους ανεξαιρέτως. Πολλοί επισκέπτες σκίτσαραν μπροστά απο τους πίνακές του, σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης, κατανόησης, αποτύπωσης, αλλα και συνομιλίας με τον ζωγράφο Vincent Van Gogh. Μια ηλικιωμένη κυρία δάκρυζε χαμογελώντας μπροστά απο έναν πίνακα με ανθισμένα ηλιοτρόπια. Κάποιος νεαρός έπιανε σφιχτά με το χέρι του το χέρι της φίλης του μπροστά απο έναν άλλο. Μια δασκάλα μιλούσε ενθουσιασμένη σε μια ομάδα παιδιών που κάθονταν στο πάτωμα του μουσείου και ηταν η πρώτη μου φορά που ενώ δεν καταλάβαινα τη γλώσσα, κατανοούσα το συναίσθημα που μετέδιδε και αυτό τελικά, για κάθε μορφή τέχνης είναι η πεμπτουσία της. Μια παγκόσμια κοινή γλώσσα με τη δύναμη να φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Κάτι μέσα μου σκύρτησε. Δεν κατάλαβα τί ακριβώς παρα αρκετά χρόνια μετά στη δική μου προσπάθεια να συλλογιστώ ζωγραφικά και εικαστικά.
Για να αντιληφθούμε το μεγαλείο του ζωγραφικού θαύματος, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το ζωγραφικό έργο ως το προσωπικό χνάρι ενός ανθρώπου στο κόσμο. Ο Vincent ζωγράφισε μόνο για μια δεκαετία, όντας όμως ασύγκριτα παραγωγικός και δημιουργικός κάτω απο τις δυσκολότερες των συνθηκών. Νεκρός πριν τα πενήντα του απο το ίδιο του το χέρι, ακατανόητος, εξεφτελισμένος, διωγμένος καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ακόμα και απο τους γονείς του που τον θεωρούσαν άχρηστο και ατάλαντο. Ένας άνθρωπος που όσο ζούσε δε βρήκε τη θέση του στο κόσμο παρα αιώνες μετα το θάνατό του. Πείνα, φτώχια, βαθιά και χρόνια κατάθλιψη και υποτίμηση των έργων του στα σαλέ της εποχής απο κριτικούς, εμπόρους και συναδέλφους. Δεν κατάφερε να πουλήσει ποτέ κανένα του έργο, παραμόνο ένα το οποίο το αγόρασε ο αδερφός του που τον συντηρούσε και αγαπούσε βαθιά έως το τραγικό του τέλος. Ο Vincent όμως χάρη στον ασυγκράτητο παρορμητισμό και εμμονή του μετουσίωσε τη ζωγραφική ύλη σε κάτι αλλο πέραν του οπτικού φαινομένου, ως ένας εκ των πρωτοπόρων του κινήματος του ιμπρεσσιονισμού και ανάμεσα στους μεγαλύτερους αλλα και διασημότερους ζωγράφους που έζησαν ποτέ. Παλεύοντας με τους δικούς του δαίμονες που τελικά τον νίκησαν μόνο στο σώμα, όχι όμως στη κατάθεση ψυχής στον καμβά του.
Ζωγραφίζοντας και μελετώντας το έργο του, θαύμασα και αγάπησα τον Van Gogh ως ζωγράφο, μα κυρίως ως άνθρωπο που κυνήγησε τυφλά τον διακαή πόθο έκφρασής του που εν ζωή δεν αναγνωρίστηκε ποτέ και όμως παρέμεινε πιστός στη ζωγραφική διεργασία και αυθεντικός όσο ελάχιστοι ζωγράφοι στην ιστορία της τέχνης ανα τους αιώνες. Βγαίνοντας απο το μουσείο ένιωθα χαρούμενος αλλα και προβληματισμένος παράλληλα. Εγω πώς θα εκφραστώ; Πώς θα αφήσω κάτι πίσω μου; Πώς θα φέρω τους ανθρώπους κοντά; Εγω τι θα κάνω για να γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος; Με αυτά τα ερωτήματα ζωγραφίζω και συλλογίζομαι καθημερινά.
Σε ευχαριστώ Vincent που με έμαθες να αναρωτιέμαι.