Ας το παραδεχτούμε. Δεν γεννηθήκαμε όλοι μας Frank Sinatra ή David Bowie. Ούτε καν Τσιτσάνης και Βαμβακάρης για πιο βαριές «ερμηνείες». Στον κόσμο αυτό που ζούμε υπάρχουν οι προικισμένοι από τον Κύριο με φωνάρα, ύστερα αυτοί που προνόησαν και μέσα στο πέρασμα των χρόνων την καλλιέργησαν και μετά όλοι οι υπόλοιποι. Παράφωνοι, άφωνοι, άρυθμοι ή πολύ απλά φτιαγμένοι να βρίσκονται μακριά από το μικρόφωνο στις συναυλίες. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν ανήκω και εγώ.
Ένας τύπος που του αρέσει να ασχολείται με τη μουσική, να τραγουδά –περίπου- όποτε του δίνεται η ευκαιρία και προφανώς να κινείται στο ρυθμό της.
Αν δεν με πιστεύεις, δεν έχεις παρά να διαβάσεις το κείμενο του Μπαρούνη για το ζεϊμπέκικό μου.
Για όλους εμάς λοιπόν που ψάχνουμε μια ευκαιρία να ανέβουμε στη σκηνή αλλά –καλά κάνουμε και- δεν τολμάμε να βρεθούμε σε οντισιόν του «The Voice» για να μην γίνουμε viral, φτιάχτηκε πριν από πολλά χρόνια ένα παιχνίδι για να μας ανεβάσει στη σκηνή. Μια εφεύρεση μέσω της οποία όλοι έχουμε θέση στον κόσμο του τραγουδιού. Κάποιοι θα το αποκαλούσαν και «Δημοκρατία της Μουσικής» καθώς είναι η μόνη στιγμή που, ακόμα και οι παράφωνοι, αισθάνονται ίσοι με τραγουδιστές τύπου Freddy Mercury (υπερβολή). Το περιβόητο Καραόκε.
Είμαι 28 ετών, αλλά ποτέ μου δεν μου είχε τύχει να συμμετάσχω σε ένα τέτοιο event - μάλλον φταίει ο φόβος ότι θα φάω κράξιμο εξαιτίας της παραφωνίας μου. Με λίγα λόγια, ήμουν σίγουρος ότι θα ξεφτιλιζόμουν. Και τελικά είχα δίκιο. Μόνο που το… απόλαυσα στο έπακρο. Όπως θα έπρεπε και ο καθένας που αποφασίζει να πιάσει το μικρόφωνο.
Και τώρα έφτασε η στιγμή να μεταφέρω εικόνες και συναισθήματα από την «ώρα της κρίσης».
Καμία ντροπή (λέμε τώρα) πάνω στη σκηνή
Η ώρα είναι κρίσιμη. Το ρολόι δείχνει 12 το βράδυ και κοιτάζω τον φίλο μου τον Αλέξανδρο στα μάτια. Το ίδιο κάνει και αυτός.
«Είσαι σίγουρος για αυτό που πάμε να κάνουμε;» με ρωτά περιμένοντας μια στιβαρή, γεμάτη σιγουριά φωνή να του γνέψει καταφατικά.
Εγώ γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά που ΔΕΝ έχω, γυρνάω και του λέω τρεμάμενος: «Ν-ν-ναι ρε, θα τους θαμπώσουμε» καταφέρνοντας να τον αγχώσω και άλλο. Τα δευτερόλεπτα κυλούν απελπιστικά αργά και συγχρόνως πολύ γρήγορα. Μια σταγόνα πέφτει από το κούτελο στο πάτωμα λόγω του ιδρώτα και άλλες δεκαπέντε λόγω άγχους. Ο φιλαράκος μου έχει γουρλώσει τα μάτια, πίνει και ξαναπίνει για να μην αγχώνεται. Είναι έτοιμος να κάνει σπριντ και να με αφήσει μόνο μου, ωστόσο μια φωνή από τα μεγάφωνα με σώζει:
«Και τώρα στη σκηνή ανεβαίνουν Αλέξανδρος και Χρήστος, με το τραγούδι των Onirama, o Χορός». Μην με ρωτάς γιατί διαλέξαμε το συγκεκριμένο άσμα, ένας θεός ξέρει. Κοιταζόμαστε, παίρνουμε μια βαθιά ανάσα –εγώ πήρα και το ποτό μου μαζί – και ανεβαίνουμε στη σκηνή. Το μαγαζί γεμάτο, με πρόσωπα να μας κοιτούν κατάματα λες και περιμένουν το νέο ταλέντο της Ελλάδος για να χειροκροτήσουν και ταυτόχρονα την ελάχιστη παραφωνία για να πεθάνουν στα γέλια. Μοναδική παρηγοριά, η παρέα από «cheerleaders» –για τις οποίες έχουμε έρθει κιόλας- Ιωάννα, Καρολίνα, Έλλη και Μαρίνα μας δίνουν κουράγιο στα δύσκολα εκείνα δευτερόλεπτα. Τα εγκρίνεις τα κορίτσια μας;
Ό,τι και αν γίνει, όσο τραγικοί και αν θα ‘μαστε, θα έχουμε οκτώ χεράκια να βαράνε παλαμάκια. Ακόμα και αν δώσουμε ένα σόου κομμένο και ραμμένο για το παγκόσμιο Blooper Show, τουλάχιστον θα υπάρχουν κάποιες οι οποίες δεν θα γελάνε για πάρτη μας. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το show.
Πρώτη νότα που βγαίνει από τα χείλη μας, προφανώς και είναι παράφωνη. Η δεύτερη εξίσου, ίσως και λίγο χειρότερη. Μια ματιά όμως στο κοινό μου ανεβάζει το ηθικό. Τους βλέπω όλους και αντί να με χλευάζουν, να με δείχνουν ή να με ηχογραφούν για ξυπνητήρι, τραγουδάνε μαζί μου και αισθάνομαι μάγκας. Είναι το turning point. Δεν έχω πια ντροπή, μονάχα μια σπίθα και κυρίως τρέλα να τραγουδήσω και να χορέψω. Μπορεί να είμαι σε ένα ταπεινό μαγαζάκι στο κέντρο αλλά εγώ νιώθω πως παίζω στο Woodstock ή είμαι ο Κηλαηδόνης στο Πάρτι στη Βουλιαγμένη. Και έκανα κάπως έτσι (χωρίς ήχο, μην φύγεις από τώρα).
Και η ξεφτίλα δεν τελειώνει εδώ
Όταν ανοίγει η όρεξη αισθάνεσαι ότι τα ανκόρ πέφτουν βροχή. Το ότι κατεβήκαμε από τη σκηνή και αντί για σιωπή ή κάνα πασατέμπο στο δόξα πατρί λάβαμε χειροκρότημα, με έκανε να περιμένω πώς και πώς τη σειρά μου να ξανανέβω. Ήμουν σίγουρος άλλωστε πως χωρίς το αρχικό τρακ αυτή τη φορά θα ήμουν καλύτερος.
Κοιτάζω τον Αλέξανδρο για να τον ρωτήσω τι θα πούμε στη συνέχεια, αλλά με το βλέμμα του είναι σαν να μου λέει «ούτε να το σκέφτεσαι» και μου κόβονται τα πόδια. Τι να κάνω, να ανέβω μονάχος στη σκηνή; Και αν το κάνω τι θα τραγουδήσω; Δεν ξέρω τίποτα καλά και εκεί είναι που πελαγώνω.
Η Ιωάννα εκ των cheerleaders μας όμως που είναι καλύτερη στη φωνή και Φουρέιρα στο κορμί, με πιάνει από το χέρι και με ανεβάζει πάνω. Είναι η ώρα της για τραγούδι. Ποιο τραγούδι όμως, ιδέα δεν έχω.
«Τι τραγουδάμε ρε συ Ιωάννα;» τη ρωτάω και ρίχνοντάς μου ένα πελώριο χαμόγελο μου απαντά κοφτά:
«Fuego» (σ.σ.: τραγούδι της Φουρέιρα στη Eurovision 2018).
«Τώρα θα γίνουμε κυριολεκτικά ρεζίλι». Κάπου εδώ οφείλω να σε πληροφορήσω πως η αναφορά μου περί κουνήματος-Φουρέιρα παραπάνω δεν ήταν υπερβολή. Η Ιωάννα μας ξέρει να χορεύει άψογα, σαν τη διάσημη τραγουδίστρια –σκέψου μπορεί να εκτελεί περίφημα εκείνο το… αυχενικό ανέβασμα του τραγουδιού και στο τέλος δεν χρειάζεται καν κολάρο. Για να μην αναρωτιέσαι....
Την κοιτάζω τρεμάμενος. Ούτε τα λόγια ξέρω, ούτε το ρυθμό, ούτε το χορό. Εκείνη όμως συνεχίζει να μου χαμογελά και να με καθησυχάζει. «Κάνε ό,τι κάνω» μου λέει και ενώ από μέσα μου σκέφτομαι «Ναι, για εύκολο το ‘χεις;» δεν της χαλάω το χατίρι. Παίρνω βαθιά ανάσα και… ξεκινάω.
Στην αρχή επικρατεί το απόλυτο κοντράστ. Από τη μία η Ιωάννα σαν αυθεντική Φουρέιρα δίνει σόου και από δίπλα ένας τύπος από… τα παρασκήνια να προσπαθεί σαν τη μαριονέτα που της κινούν άχαρα τα άκρα να πιάσει το ρυθμό. Παρόλα αυτά γρήγορα ξεψαρώνω και ακολουθώ σωστά. Πιάνω ρυθμό και κοιτώντας στην οθόνη τα lyrics έχω μπει για τα καλά στο κλίμα. Δοκιμάζω το αυχενικό, πάει να σπάσει ο λαιμός μου. Το δοκιμάζω και δεύτερη αλλά δεν είναι η ώρα του, οπότε και άλλο άκυρο.
Τώρα όμως έχω μάθει πότε έρχεται. Και εκτελώ (με ήχο αυτή τη φορά).
Δυσκολεύτηκα να στο δείξω με φωνή το βίντεο αλλά τελικά ποιος ο λόγος να το κρύβω; Λες και δεν με είδε ο κόσμος εκείνο το βράδυ. Αυτά λοιπόν ήταν μερικά από τα δευτερόλεπτα… δόξας μου πάνω στη σκηνή. Έτσι ακριβώς, με αυτό περίπου αυχενικό που έκανα, το μαλλί της Ιωάννας να μου μπαίνει κάθε τρεις και λίγο στο μάτι –την τρίτη φορά δεν μπορείς να πεις, το απέφυγα με μαεστρία- και τα λόγια που έλεγα και δεν ήξερα.
Για όσους έχουν πάει σε καραόκε ξέρουν πολύ καλά πως δεν έχει να κάνει με το αν έχεις φωνάρα, ή αν κατέχεις το ρυθμό ή το χορό. Σίγουρα αν το ‘χεις είναι καλύτερο, παρόλα αυτά είναι η μόνη στιγμή που δεν υπάρχει καμία ντροπή. Και τραγικός να είσαι, το καραόκε θα σε πείσει ότι είσαι τουλάχιστον υποφερτός.
Υπάρχει άλλωστε παιχνίδι που δεν θες να περνάς ωραία;